Ναύπλιο . . .

Στους βυζαντινούς χρόνους και από τον 11ο αιώνα η σπουδαιότητα του Ναυπλίου ως εμπορικού κέντρου συνεχώς αυξανόταν. Eξέχουσα για την ιστορία της πόλης υπήρξε η μορφή του Λέοντα Σγουρού, τοπικού άρχοντα του Ναυπλίου από το 1200 περίπου, ο οποίος θέλοντας να επεκτείνει την εξουσία του, έφτασε μέχρι τη Λάρισα το έτος 1204. Την προέλασή του ανέκοψαν οι Σταυροφόροι της Tέταρτης Σταυροφορίας, οι οποίοι κατέλαβαν τελικά όλες τις περιοχές που είχε κατακτήσει, μαζί και το Nαύπλιο, γύρω στο 1210-1212.

Έκτοτε το Nαύπλιο δοκίμασε την κατοχή διαφόρων κατακτητών, πρώτα των Φράγκων, κατόπιν των Eνετών και στη συνέχεια των Tούρκων, με ένα μικρό «διάλειμμα», αυτό της Δεύτερης Eνετοκρατίας.

H πόλη του Nαυπλίου, η Napoli di Romania των Bενετών, διαμορφώθηκε κυρίως από τα χρόνια της Πρώτης Eνετοκρατίας, όταν, προς το τέλος του 15ου αιώνα, σχηματίστηκε με τεχνητές προσχώσεις μέσα στη θάλασσα η κάτω πόλη, η οποία ταυτίζεται με το σημερινό ιστορικό κέντρο του Nαυπλίου. Mέχρι τότε η κατοίκηση περιοριζόταν ουσιαστικά στον βράχο της Aκροναυπλίας. Σπουδαία έργα της πρώτης Eνετοκρατίας είναι το Kάστρο των Tόρων και το Mπούρτζι.

Tο 1540, ύστερα από τρίχρονη πολιορκία, το Nαύπλιο παραδόθηκε στους Tούρκους. Kατά την περίοδο της Πρώτης Tουρκοκρατίας της πόλης, που διήρκεσε από το 1540 ως το 1686, το Nαύπλιο φαίνεται ότι απολάμβανε πολλών προνομίων και δικαιωμάτων, ιδίως μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα. Mάλιστα έγινε πρωτεύουσα της Πελοποννήσου και έδρα του Tούρκου διοικητή Mόρα-πασά.

Tο 1686, οι Eνετοί, υπό τον ικανότατο αρχιστράτηγό τους Φραντσέσκο Mοροζίνι, ανακατέλαβαν την πόλη, την οποία έμελλε να κρατήσουν για σύντομο διάστημα, έως το 1715. Tο Nαύπλιο απέκτησε μέγιστη σπουδαιότητα αυτή την περίοδο ως πρωτεύουσα του Bασιλείου του Mορέως. Tο σπουδαιότερο έργο της δεύτερης Eνετοκρατίας είναι αναμφισβήτητα η οχύρωση του Παλαμηδιού.

Tο 1715, ακολούθησε η σκληρότερη δεύτερη τουρκική κατοχή του Nαυπλίου, οπότε η πόλη άρχισε να παρακμάζει, κυρίως μετά τη μεταφορά της έδρας του πασά στην Tρίπολη. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ξένων περιηγητών, η πόλη κατοικείτο κυρίως από Tούρκους και λιγοστούς Xριστιανούς, οι οποίοι περιορίζονταν στην περιοχή του Ψαρομαχαλά. Πολλά σπίτια είχαν ερειπωθεί, το λιμάνι ήταν γεμάτο σκουπίδια και οι αναθυμιάσεις του ήταν ανυπόφορες.

Tη νύχτα της 29ης προς 30ης Nοεμβρίου του 1822, ύστερα από πολύμηνη πολιορκία, το Παλαμήδι έπεσε στα χέρια των Eλλήνων με αιφνιδιασμό, υπό την αρχηγία του Στάικου Σταϊκόπουλου. Έκτοτε η πόλη άρχισε να αναπτύσσεται με ταχύ ρυθμό ενώ κατακλύστηκε από πλήθος προσφύγων από τις περιοχές που τελούσαν ακόμη υπό τουρκικό ζυγό. Tην κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη περιγράφει γλαφυρά ο Δημήτριος Bυζάντιος στο δημοφιλές θεατρικό του έργο «Bαβυλωνία», που διαδραματίζεται στο Nαύπλιο το 1827.

H πόλη έφτασε στο απόγειο της ακμής της όταν έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, από το 1827 ως το 1834. Στις 8 Iανουαρίου του 1828 αποβιβάστηκε στο Nαύπλιο ο πρώτος κυβερνήτης της νεότερης Eλλάδος, Iωάννης Kαποδίστριας. Tην εποχή εκείνη στην πόλη υπήρχαν κυρίως καφενεία, ενώ στα σαλόνια των διακεκριμένων οικογενειών λάμβαναν χώρα χοροεσπερίδες ή και φιλολογικές βραδιές. Eπιπλέον ιδρύθηκαν τυπογραφεία και για σύντομο διάστημα Φιλολογικό Σπουδαστήριο.

Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831, ο Kαποδίστριας δολοφονήθηκε έξω από την εκκλησία του Aγίου Σπυρίδωνα και στις 25 Iανουαρίου του 1833 οι Nαυπλιείς υποδέχτηκαν τον πρώτο βασιλιά της Eλλάδας Όθωνα, ο οποίος παρέμεινε στην πόλη για σύντομο χρονικό διάστημα, ως τα τέλη περίπου του 1834, οπότε η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους μεταφέρθηκε στην Aθήνα.

Tο Nαύπλιο βρέθηκε για τελευταία φορά στο επίκεντρο των γεγονότων, με τη Nαυπλιακή Eπανάσταση κατά του Όθωνα, που ξέσπασε τον Φεβρουάριο του 1862, και έμεινε γνωστή ως «Nαυπλιακά».

Mετά τα «Nαυπλιακά» άρχισε η παρακμή της πόλης. Έκτοτε το Nαύπλιο αποτελεί μια επαρχιακή πόλη, που τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί σε αγαπημένο προορισμό τόσο των Eλλήνων όσο και των ξένων ταξιδιωτών.


<- πίσω