Οχρίδα . . .

Η Οχρίδα είναι μία από τις ομορφότερες αρχιτεκτονικά πόλεις της Βόρειας Μακεδονίας. Είναι η μεγαλύτερη πόλη στη Λίμνη Οχρίδα και η όγδοη μεγαλύτερη πόλη της χώρας. Η Οχρίδα μνημονεύεται ότι άλλοτε είχε 365 εκκλησίες, μια για κάθε μέρα του χρόνου,και έχει αναφερθεί ως "Ιερουσαλήμ (των Βαλκανίων)". Είναι χτισμένη αμφιθεατρικά στις όχθες της ομώνυμης λίμνης και θυμίζει στην τοπογραφία της νησί. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της Βόρειας Μακεδονίας, νοτιοδυτικά των Σκοπίων και δυτικά της Ρέσεν και του Μοναστηρίου.

Η Οχρίδα σήμερα είναι ένας από τους διασημότερους τουριστικούς προορισμούς της Βόρειας Μακεδονίας. Ο πληθυσμός της είναι 56.520 κάτοικοι, ενώ τα 30 πολιτιστικά μνημεία ελκύουν το ενδιαφέρον των επισκεπτών: ανάμεσα τους οι πολλές Βυζαντινές εκκλησίες, το μεσαιωνικό κάστρο του τσάρου Σαμουήλ, τα πλακόστρωτα στενά δρομάκια της παλιάς πόλης και το αρχαίο ελληνικό θέατρο. Το 1979 και το 1980 η Οχρίδα και η ομώνυμη λίμνη έγιναν δεκτές από την UNESCO ως Πολιτιστικό και Φυσικό Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Η Οχρίδα είναι ένα από τα μόνο 28 μνημεία που αποτελούν μέρος της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO και είναι τόσο Πολιτιστικά όσο και Φυσικά μνημεία.

Ιστορία

Αρχαία
Οι αρχαιότεροι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής της Λίμνης Οχρίδας ήταν οι Δεσσαρήτες, αρχαία ελληνική φυλή και οι Εγχελείς, φυλή Ιλλυρική. Σύμφωνα με πρόσφατες ανασκαφές ήταν πόλη ήδη απο την εποχή του βασιλιά Φίλιππου Β΄ της Μακεδονίας. Οι αρχαιολόγοι συμπεραίνουν ότι το Φρούριο του Σαμουήλ χτίσθηκε στη θέση αρχαιότερης οχύρωσης που ανάγεται στον 4ο αιώνα π.Χ. Κατά τις Ρωμαϊκές κατακτήσεις, προς το τέλος του 3ου και τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., μνημονεύονταν οι Δεσσαρήτες και η περιοχή Δεσσαρητία, καθώς και η αρχαία Ελληνική πόλη Λύχνιδος, η ύπαρξη της οποίας συνδέεται με τον Ελληνικό μύθο του Φοίνικα πρίγκιπα Κάδμου, που, εξορισμένος από τη Θήβα, κατέφυγε στους Εγχελείς και ίδρυσε την πόλη Λύχνιδο στις όχθες της σημερινής Λίμνης της Οχρίδας. Η Λίμνη της Οχρίδας, η αρχαιοελληνική Λυχνίτις, της οποίας τα γαλάζια και εξαιρετικά διάφανα νερά στην αρχαιότητα της έδωσαν το ελληνικό της όνομα, ονομαζόταν έτσι ενίοτε ακόμη και το Μεσαίωνα. Βρισκόταν πάνω στην Εγνατία Οδό, που συνέδεε το Δυρράχιο, λιμάνι στην Αδριατική, με το Βυζάντιο. Αρχαιολογικές ανασκαφές (π.χ. η Πολύκογχη Βασιλική από τον 5ο αιώνα) αποδεικνύουν πρώιμη υιοθέτηση του Χριστιανισμού στην περιοχή. Επίσκοποι από τη Λύχνιδο συμμετείχαν σε πολλές Οικουμενικές Συνόδους.

Μεσαίωνας
Οι Νότιοι Σλάβοι άρχισαν να φτάνουν στην περιοχή τον 6ο αιώνα μ.Χ. Από τις αρχές του 7ου αιώνα εποικίστηκε από μια Σλαβική φυλή γνωστή ως Βερζήτες. Οι Βούλγαροι κατέκτησαν την πόλη το 867. Το όνομα Οχριντ πρωτοεμφανίστηκε το 879. Η Λογοτεχνική Σχολή της Οχρίδας, που ιδρύθηκε το 886 από τον Κλήμεντα της Οχρίδας, έγινε ένα από τα δύο μείζονα πολιτιστικά κέντρα της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Μεταξύ 990 και 1015 η Οχρίδα ήταν πρωτεύουσα και προπύργιο της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, ενώ από το 990 ως το 1018 ήταν επίσης έδρα του Βουλγαρικού Πατριαρχείου. Μετά τη Βυζαντινή ανακατάληψη της πόλης το 1018 από το Βασίλειο Β´ το Βουλγαρικό Πατριαρχείο υποβαθμίστηκε σε Αρχιεπισκοπή και τέθηκε υπό την εξουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

Ο ανώτερος κλήρος μετά το 1018 ήταν σχεδόν αποκλειστικά Ελληνικός, περιλαμβανομένης της περιόδου της Οθωμανικής κυριαρχίας, μέχρι την κατάργηση της αρχιεπισκοπής το 1767. Στις αρχές του 16ου αιώνα η αρχιεπισκοπή έφθασε στη μέγιστη ακμή της, καθώς υπάγονταν σε αυτή οι επαρχίες της Σόφιας, του Βιδινίου, της Βλαχίας και της Μολδαβίας, τμήμα του πρώην Σερβορθόδοξου Πατριαρχείου του Πετς (περιλαμβανομένου του ίδιου του Πετς) και ακόμη οι Ορθόδοξες περιοχές της Ιταλίας (Απουλία, Καλαβρία και Σικελία), η Βενετία και η Δαλματία.

Ως επισκοπική πόλη η Οχρίδα ήταν πολιτιστικό κέντρο μεγάλης σημασίας για τα Βαλκάνια. Όλες σχεόν οι σωζώμενες εκκλησίες χτίστηκαν από τους Βυζαντινούς και τους Βουλγάρους, ενω οι υπόλοιπες ανάγονται στο σύντομο διάστημα Σερβικής κυριαρχίας, προς τα τέλη του Μεσαίωνα.

Ο Βοημούνδος, επικεφαλής στρατού Νορμανδών, κατέλαβε την πόλη το 1083. Το 13ο και 14ο αιώνα η πόλη περιερχόταν από τον ένα στον άλλον. Στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, στη Βουλγαρική, στη Βυζαντινή και στη Σερβική Αυτοκρατορία και σε τοπικούς Αλβανούς ηγεμόνες. Στα μέσα του 13ου αιώνα η Οχρίδα ήταν μια από τις πόλεις που κυβερνούσε ο Παλ Γκρόπα, μέλος της ομώνυμης Αλβανικής οικογένειας ευγενών. Το 1334 η πόλη κατελήφθη από τον Στέφανο Δουσάν και ενσωματώθηκε στη Σερβική Αυτοκρατορία. Μετά το θάνατο του Δουσάν η πόλη περιήλθε υπό τον έλεγχο του Αντρέα Γκρόπα, μετά το θάνατο του οποίου ο Πρίγκιπας Μάρκο την ενσωμάτωσε στο Βασίλειο του Πρίλεπ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1370 ο Μάρκο έχασε την Οχρίδα από τον Παλ Β΄ Γκρόπα, άλλο μέλος της ομώνυμης οικογένειας, και προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να την ανακαταλάβει το 1375 με Οθωμανική βοήθεια. Το 1395 οι Οθωμανοί υπό το Βαγιαζήτ Α΄ κατέλαβαν την πόλη, που έγινε η έδρα του νεοϊδρυθέντος ομώνυμου σαντζακίου. Στις 14/5 Σεπτεμβρίου του 1464 12.000 στρατός από 12.000 του Σκεντέρμπεη και 1.000 της Δημοκρατίας της Βενετίας νίκησε στην πόλη μια Οθωμανική δύναμη 14.000 ανδρών. Όταν ο Μωάμεθ Β΄ επέστρεψε από την Αλβανία μετά τις μάχες του κατά του Σκεντέρμπεη, εκθρόνισε το Δωρόθεο, Αρχιεπίσκοπο της Οχρίδας και τον εκτόπισε μαζί με τους υπαλλήλους και βογιάρους του και σημαντικό αριθμό πολιτών της Οχρίδας στην Κωνσταντινούπολη, πιθανότατα λόγω της αντιοθωμανικής τους δράσης κατά την επανάσταση του Σκεντέρμπεη, οπότε πολλοί πολίτες της Οχρίδας, περιλαμβανομένου του Δωρόθεου και του κλήρου του, υποστήριξαν το Σκεντέρμπεη και τον αγώνα του.

Νεότερα χρόνια
Ο Χριστιανικός πληθυσμός μειώθηκε τους πρώτους αιώνες της Οθωμανικής κυριαρχίας. Το 1664 υπήρχαν μόνο 142 Χριστιανικές κατοικίες. Ο Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρει ότι οι χριστιανοί κάτοικοί της είναι κυρίως Έλληνες (μεταξύ των οποίων και πολλοί Βλάχοι) και δευτερευόντος Βούλγαροι. Η κατάσταση άλλαξε το 18ο αιώνα, οπότε η Οχρίδα αναδείχθηκε σε σπουδαίο κέντρο εμπορίου σε ένα σημαντικό εμπορικό δρόμο. Στο τέλος του αιώνα είχε περίπου πέντε χιλιάδες κατοίκους. Προς το τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα η περιοχή της Οχρίδας, όπως και άλλα μέρη της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, ήταν εστία αναταραχής. Το 19ο αιώνα η περιοχή της Οχρίδας αποτέλεσε τμήμα του Πασαλικίου του Σκούταρι υπό την οικογένεια Μπουσάτι. Οι κάτοικοι της Οχρίδας συμμετείχαν στην επανάσταση του 1821. Σημαντικότερος αγωνιστής ήταν ο Σωτήριος Σγάλης που πολέμησε στο σώμα του Φαβιέρου, καθώς και ο Τσάλης που βρέθηκε στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Μάλιστα, κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, η πόλη υποχρεώθηκε να δώσει ομήρους στην Υψηλή Πύλη, οι οποίοι φυλακίστηκαν στη Θεσσαλονίκη, ώστε να διασφαλίσει ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ ότι δεν θα ξεσηκωθεί.

Στο τέλος του 19ου αιώνα η Οχρίδα είχε 2409 κατοικίες με 11.900 κατοίκους, από τους οποίους 45% ήταν Μουσουλμάνοι, ενώ οι υπόλοιποι ήταν κυρίως Ρωμαιοκαθολικοί και Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Μέχρι το 1912 η Οχρίδα ήταν κέντρο δήμου που ανήκε στο σαντζάκι του Μοναστηρίου του ομώνυμου βιλαετίου (σημερινό Μπίτολα). Η πόλη παρέμεινε υπό τους Οθωμανούς μέχρι το 1912, οπότε την κατέλαβε ο Σερβικός στρατός. Το Σεπτέμβριο του 1913 Αλβανοί και Βουλγαρόφιλοι ηγέτες της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης εξεγέρθηκαν κατά του Βασίλειου της Σερβίας.

Από το 1929 ως το 1941 η Οχρίδα ήταν τμήμα της Μπανόβινα του Βαρδάρη του Βασίλειου της Γιουγκοσλαβίας.

Στην Οχρίδα βρίσκεται επίσης η Βίλα Μπιλιάνα, επίσημη κατοικία του Πρωθυπουργού της Βόρειας Μακεδονίας.


<- πίσω