ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ . . .Η Αλεξανδρούπολη είναι πόλη της Θράκης και πρωτεύουσα της Περιφερειακής Ενότητας Έβρου. Έχει 64.109 κατοίκους και είναι η μεγαλύτερη (σε έκταση και πληθυσμό) πόλη της Θράκης και της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Αποτελεί σημαντικό λιμάνι και εμπορικό κέντρο της βορειοανατολικής Ελλάδας. Κατέχει στρατηγική γεωγραφική θέση συνδέοντας την Ευρώπη με την Ασία. Μέσα στο 2022 ξαναήρθαν στο προσκήνιο οι συζητήσεις για την κατασκευή αγωγού πετρελαίου Μπουργκάς- Αλεξανδρούπολη, κάτι που αποδεικνύει την καίρια γεωπολιτική θέση της πόλης.
Αλεξανδρούπολη   Φάρος Αλεξανδρούπολης Η Αλεξανδρούπολη είναι μία από τις νεότερες πόλεις στην Ελλάδα, δεδομένου ότι ιδρύθηκε ως ένα απλό ψαροχώρι στα μέσα του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, στα αρχαία χρόνια στη θέση της υπήρχε η αρχαία πόλη Σάλη που ιδρύθηκε από αποίκους από το νησί της Σαμοθράκης και αποτελούσε μέρος της τότε Σαμοθρακικής Περαίας. Η ζώνη της Αλεξανδρούπολης, όπως και όλη η έκταση από το Δέλτα του Έβρου μέχρι τη Βιστωνίδα λίμνη και τους πρόποδες της Ροδόπης, κατοικούνταν από τους Κίκονες. Οι Κίκονες ήταν ο θρακικός λαός, με τον οποίο συγκρούστηκε σύμφωνα με τη μυθολογία ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του στην επιστροφή από την Τροία.
ΟνομασίαΗ Αλεξανδρούπολη υπήρχε στην αρχαιότητα με το αρχαίο όνομα Σάλη, η οποία ιδρύθηκε από τους Μαρωνίτες. Η σύγχρονη πόλη ιδρύθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα από αλιείς από την Αίνο και τα χωριά Μάκρη και Μαρώνεια κάνοντάς τη γνωστή ως Δεδέαγατς (τουρκικά: Dedeağaç). Η συγκεκριμένη ονομασία στα τουρκικά σημαίνει δέντρο του παππού (dede σημαίνει παππούς και ağaç σημαίνει δέντρο) και βασιζόταν σε τοπική παράδοση σχετικά με ένα σοφό δερβίση, που πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στη σκιά ενός τοπικού δέντρου και, τελικά, τάφηκε δίπλα σε αυτό. Μια άλλη εκδοχή είναι ότι πήρε το όνομα της από τις βελανιδιές που σκίαζαν την παραλία (ντεντέ-αγατσλάρ). Από τις πρώτες ημέρες της απελευθέρωσης της πόλης (14 Μαΐου 1920) οι αρμόδιες τοπικές Αρχές καθώς και η Ιερά Μητρόπολη, ζητώντας τη γνώμη και του ιατρού Αχιλλέα Σαμοθράκη, που ως μελετητής της ιστορίας της Αρχαίας Θράκης οριζόταν πάντοτε ως πρόεδρος των εκάστοτε Επιτροπών Τοπωνυμιών, έλαβαν την απόφαση να μετονομάσουν την πόλη από Δεδέαγατς σε Νεάπολη, καθώς αποτελούσε ως τότε τη νεότερη Ελληνική πόλη. Το 1920 όμως, ο βασιλιάς της Ελλάδας, Αλέξανδρος Α΄, επισκέφθηκε την πόλη και οι τοπικές αρχές αποφάσισαν να μετονομάσουν την πόλη σε Αλεξανδρούπολη, προς τιμήν του.
ΙστορίαΑπό τα νεολιθικά χρόνια έως τον 19ο αιώνα Στο νοτιοανατολικό άκρο της Δυτικής Θράκης παρουσιάζεται ανθρώπινη κατοίκηση από τα νεολιθικά χρόνια (4500-3000 π.Χ.). Στην Εποχή του Χαλκού (3000-1050 π.Χ.) δεν υπάρχουν έντονες ενδείξεις ενεργής συμμετοχής της πόλης. Κατά την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (1050-650 π.Χ.) εμφανίζονται τα διάφορα θρακικά φύλα και εγκαθίστανται σε ορεινά και σπανιότερα σε πεδινά σημεία. Στη βυζαντινή περίοδο η Αλεξανδρούπολη παίζει πρωτεύοντα ρόλο, αφού συνορεύει με την Κωνσταντινούπολη και για αυτό φυλάσσεται από ισχυρές στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Τα επόμενα χρόνια όμως, έως και τον 19ο αιώνα η πόλη φαίνεται να ερημώνει και να καλύπτεται από δάση και αγριόδεντρα. Η Αλεξανδρούπολη κατά τον 19ο αιώνα ήταν ένα μικρό ψαροχώρι με το όνομα Δεδέαγατς. Η ανάπτυξη του οικισμού ανάγεται στον 19ο αιώνα, όταν η περιοχή ήταν μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γνώρισε ανάπτυξη κατά τη διάρκεια κατασκευής της σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεε την Κωνσταντινούπολη με τις μεγάλες πόλεις της Μακεδονίας από το Πύθιο. Το συγκεκριμένο έργο αποτελούσε μέρος μιας προσπάθειας εκσυγχρονισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ανατέθηκε σε μηχανικούς από την Αυστροουγγαρία. Έτσι, φτάνουν στην πόλη Έλληνες, Αρμένιοι, Τούρκοι, Φραγκολεβαντίνοι, Εβραίοι, Βούλγαροι – έμποροι, τεχνίτες, ναυτικοί και δημιουργείται ένας οικισμός που σύντομα εξελίχθηκε σε ένα μεγάλο χωριό. Άρχισαν να μαζεύονται όλα τα εμπορεύματα της Θράκης στο λιμάνι της πόλης, για να προωθηθούν σε άλλες γειτονικές αγορές (μέχρι το 1912 στην πόλη υπήρχαν οκτώ προξενεία). Ρωσοτουρκικός Πόλεμος (1877-1878) Κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1877-1878, οι ρωσικές δυνάμεις κατέλαβαν το Δεδέαγατς και εγκαταστάθηκαν σε αυτό. Οι επικεφαλής αξιωματικοί σχεδίασαν το ρυμοτομικό σχέδιο της πόλης που βασίζονταν σε φαρδείς, παράλληλους δρόμους αποφεύγοντας τις αδιεξόδους, ώστε να διευκολύνεται η γρήγορη μετακίνηση στρατευμάτων. Το σχέδιο αυτό έρχονταν σε αντίθεση με χαρακτηριστικά Οθωμανικών πόλεων της περιόδου εκείνης όπως: στενά δαιδαλώδη σοκάκια, καλντερίμια και αδιεξόδους. Με το τέλος του πολέμου η πόλη βρέθηκε αρχικά στα χέρια των Βουλγάρων με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου κι έπειτα από 3 μήνες με νέα συνθήκη επέστρεψε στην κατοχή των Οθωμανών, αλλά η σύντομη παρουσία των Ρώσων είχε σημαντική συμβολή. Ορισμένοι Ρώσοι στρατιώτες πέθαναν στην πόλη το 1878 από επιδημία τύφου. Προς τιμήν των Ρώσων στρατιωτών ανεγέρθηκε μνημείο στον προαύλιο χώρο του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Νικολάου. Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου έγιναν την 28η Οκτωβρίου 2011 μετά από την κοινή παρέλαση Ελλήνων και Ρώσων στρατιωτών. Βαλκανικοί Πόλεμοι Το κτήριο του σιδηροδρομικού σταθμού στο Δεδέαγατς οδήγησε στην ανάπτυξη του χωριού σε μια πόλη, καθώς και σε ένα μικρό εμπορικό κέντρο μέχρι το τέλος του αιώνα. Η πόλη έγινε η έδρα του πασά ως πρωτεύουσα του σαντζακίου. Ο Οθωμανικός έλεγχος της πόλης διήρκεσε μέχρι και τους Βαλκανικούς πολέμους. Στις 8 Νοεμβρίου του 1912 το Δεδέαγατς και ο σταθμός του καταλήφθηκαν από τις βουλγαρικές δυνάμεις με τη συνδρομή του Πολεμικού Ναυτικού. Η Βουλγαρία και η Ελλάδα ήταν σύμμαχοι κατά τη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου, αλλά αντίπαλοι στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Το Δεδέαγατς κατελήφθη αυτή τη φορά από τις ελληνικές δυνάμεις στις 11 Ιουλίου 1913. Ωστόσο, με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου του 1913), το Δεδέαγατς ξαναπέρασε στα χέρια της Βουλγαρίας μαζί με την υπόλοιπη Δυτική Θράκη. Οι Βούλγαροι προέβησαν σε καταστροφές μνημείων και αρχείων στην πόλη, με συνέπεια αυτή να ερημωθεί. Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος Η ήττα της Βουλγαρίας από τις συμμαχικές δυνάμεις στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918) εξασφάλισε μια αλλαγή χεριών για την πόλη. Μετά το τέλος του Α' Παγκόσμιου πολέμου υπογράφτηκε η Συνθήκη του Νεϊγύ σύμφωνα με την οποία η Βουλγαρία ως μεγάλη ηττημένη παραιτήθηκε όλων των κυριαρχικών της δικαιωμάτων επί της μεσημβρινής δυτικής Θράκης. Το Δεδέαγατς κυβερνήθηκε προσωρινά από μια Διασυμμαχική Διοίκηση, με κυβερνητικό αντιπρόσωπο τον Χαρίσιο Βαμβακά, στενό συνεργάτη του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος κατόρθωσε να ενσωματώσει την περιοχή στον Ελληνικό διοικητικό οργανισμό πριν ακόμη επιδικαστεί στην Ελλάδα. Κατά την 14η Μαΐου 1920 η 9η Μεραρχία Σερρών, με διοικητή τον Στρατηγό Επαμεινώνδα Ζυμβρακάκη κατέλαβε τις διαβάσεις προς τη Βουλγαρία και συγκεντρώθηκε στην Γκιουμουλτζίνα (Κομοτηνή). Ακολούθησε η υποστολή της γαλλικής σημαίας και η έπαρση της ελληνικής από τον Κων/νο Μαζαράκη-Αινιάν. Ο αστυνομικός διευθυντής Κ. Δανιήλ παρέδωσε την πόλη. Με τη Συνθήκη των Σεβρών εκτός των άλλων η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέδωσε την κυριαρχία της Θράκης στην Ελλάδα. Μικρασιατική Εκστρατεία - Μικρασιατική Καταστροφή - Εκκένωση Ανατολικής Θράκης Μετά την ήττα της Ελλάδας στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο (1919-1922), ο Ελληνικός Στρατός υπό τον στρατηγό Θεόδωρο Πάγκαλο υποχώρησε από την Ανατολική Θράκη στην περιοχή της Αλεξανδρούπολης. Η Βουλγαρία εκμεταλλεύτηκε την ήττα των Ελλήνων για να απαιτήσει είτε την επιστροφή της Αλεξανδρούπολης υπό τον έλεγχό της ή την κήρυξη της σε ουδέτερη ζώνη υπό διεθνή έλεγχο. Και τα δύο αιτήματα απορρίφθηκαν από την ελληνική ηγεσία και την Κοινωνία των Εθνών. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η Αλεξανδρούπολη θα γίνει τόπος διαμονής για πολλούς διωγμένους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Ανταλλαγή Πληθυσμών 1923-1924
Το ταχυδρομείο της Αλεξανδρούπολης   Μία από τις παλαιότερες κατοικίες Το ταχυδρομείο της Αλεξανδρούπολης είναι το κτίριο όπου στις 14 Μαΐου 1920 υπογράφηκε η τελετή παράδοσης της πόλης στην Ελλάδα. Μία από τις παλαιότερες κατοικίες της Αλεξανδρούπολης είναι η ξύλινη κατοικία της πρώτης καθηγήτριας γαλλικών της πόλης Αντουανέττας Δεμτσιάν. Σήμερα το κτίριο χρησιμοποιείται από τον σύλλογο ελληνογαλλικής φιλίας της πόλης. Η Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου του 1923) επιβεβαίωσε ότι η Δυτική Θράκη και η Αλεξανδρούπολη θα συνεχίσουν να βρίσκονται υπό τον έλεγχο της Ελλάδας, υποχρεώνοντας όμως την άνευ όρων παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης στους Τούρκους. Μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης το 1923 και την Ανταλλαγή πληθυσμών καταφεύγουν στην περιοχή πολλοί πρόσφυγες από τη Βόρεια Θράκη (Ανατολική Ρωμυλία), την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία. Μετά την εγκατάσταση των προσφύγων αρχίζει μία πνευματική αναγέννηση, με ηγετικές φυσιογνωμίες τον παιδαγωγό Θεόδωρο Κάστανο, τον διδάσκαλο Αθανάσιο Σπανό και τον ιατροφιλόσοφο και ιστοριοδίφη Αχιλλέα Σαμοθράκη. Β' Παγκόσμιος Πόλεμος Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Αλεξανδρούπολη παρέμεινε για τρία χρόνια υπό βουλγαρική κατοχή (1941-1944). Η πόλη υπέστη κάποιες καταστροφές κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά σε μεγάλο βαθμό γλύτωσε τις επιπτώσεις του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949). Η επιστροφή της ειρήνης επέτρεψε στην Αλεξανδρούπολη να αυξηθεί από μια πόλη των 16.332 κατοίκων το 1951, σε μια πόλη των 57.812 κατοίκων, μέχρι το 2011. Σύγχρονη ιστορία Η Αλεξανδρούπολη ακολουθεί πλέον ταχείς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης με μοχλούς την Εγνατία Οδό, το αεροδρόμιο, το λιμάνι και το σιδηροδρομικό σταθμό. Αποτελεί μάλιστα σημαντικό κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου. Η Αλεξανδρούπολη υπερβαίνει τους 70.000 κατοίκους και προσφέρει σήμερα υψηλή ποιότητα ζωής με περιβαλλοντική ισορροπία και έντονη πολιτιστική δραστηριότητα, ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Αξιοθέατα
Ο Φάρος Αλεξανδρούπολης   Το Εθνολογικό Μουσείο Θράκης Φάρος Αλεξανδρούπολης, το σήμα κατατεθέν της πόλης Αξιοθέατο και σύμβολο της πόλης είναι ο Φάρος (αναγνωρίστηκε ως μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς με την απόφαση στο ΦΕΚ 322/12-9-2013) που βρίσκεται στην παραλιακή οδό της πόλης, Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κατασκευάστηκε το 1850 και άρχισε να λειτουργεί το 1880, κτισμένος στη δυτική πλευρά του λιμανιού της πόλης, για τη διευκόλυνση της ακτοπλοΐας των ντόπιων ναυτικών που ταξίδευαν στην περιοχή του Ελλησπόντου. Εδράζεται πάνω σε ένα κυλινδρικό βάθρο και απέχει 27 μέτρα από το θαλάσσιο πυθμένα και 18 μέτρα από το έδαφος, αποτελώντας έναν από τους ψηλότερους φάρους της Ελλάδας. Λειτουργεί με ηλεκτρικό ρεύμα και ξεχωριστό χαρακτηριστικό του είναι η φωτεινή του δέσμη που φτάνει σε ακτίνα 24 ναυτικών μιλίων (44 χλμ. περίπου) και σημειώνει τρεις λευκές αναλαμπές κάθε 15 δευτερόλεπτα. Εθνολογικό Μουσείο Θράκης Στεγάζεται, σε ένα πέτρινο νεοκλασικό κτήριο του 1899 επί της οδού 14ης Μαΐου 63 και λειτουργεί από τον Οκτώβριο του 2002, με σκοπό να διατηρήσει την ιστορική μνήμη στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Θράκης. Περιλαμβάνει εκθέματα σχετικά με την παράδοση της Θράκης και καλύπτει τις παρακάτω θεματικές ενότητες: ενδυματολογία, μουσική και λατρεία, ζαχαροπλαστική, χάλκινα και πήλινα, υφάνσιμες ύλες, καλλιέργεια γης. Το 2015 τιμήθηκε από το Μουσείο Μπενάκη για τη συμβολή του στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, την έρευνα και την προβολή του πολιτισμού της Θράκης εντός και εκτός της Ελλάδας. Μουσεία
Ιστορικό Μουσείο Αλεξανδρούπολης (Λεωφ. Δημοκρατίας 335)
Η Ζαρίφειος Παιδαγωγική Ακαδημία   Το παλιό "Καπνομάγαζο"
Το ιστορικό κτήριο της Εθνικής Τράπεζας   Το Κτίριο Ιεραποστολικής Δράσης
|