ΚΑΒΑΛΑ . . .Η Καβάλα (στους αρχαίους χρόνους "Νεάπολις", στο Βυζάντιο "Χριστούπολις" κι έως τις 16/10/1940 "Καβάλλα") είναι πόλη της Μακεδονίας, έδρα του δήμου Καβάλας και πρωτεύουσα της Περιφερειακής Ενότητας Καβάλας στην Ανατολική Μακεδονία.Αποτελεί σημαντικό λιμάνι και εμπορικό κέντρο της βόρειας Ελλάδας. Αποτελεί επίσης έδρα της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου. Είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στους πρόποδες του όρους Σύμβολο ενώ η πρόσβαση προς την πόλη είναι εύκολη μέσω της Εγνατίας Οδού απέχει 650 χιλιόμετρα από την Αθήνα και 153 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη.
Άποψη της πόλης   Η παλιά πόλη της Καβάλας
ΕτυμολογίαΠιθανολογείται πως το όνομα της πόλης προέρχεται από τον αρχαίο οικισμό "Σκαβάλλα", σημερινή Παλαιά Καβάλα, από την οποία θεωρείται πως έφτασαν στην Καβάλα οι αρχαίοι κάτοικοί της. Η Σκαβάλλα αναφέρεται από το 470 π.Χ. ως σύμμαχος των Αθηναίων. Με το πέρασμα του χρόνου καταστράφηκε από τις επιδρομές των βαρβάρων και οι κάτοικοί της διαφεύγοντας, ήρθαν στη Χριστούπολη για περισσότερη ασφάλεια. Με τον ερχομό των νέων κατοίκων η πόλη έλαβε άλλη όψη, έπαψε να λέγεται Χριστούπολις και αναφέρεται ως Νέα Σκαβάλα.
- Νεάπολις (7ος αιώνας π.Χ.-746 μ.Χ.) Άλλοι ιστορικοί λένε ότι το όνομα της η πόλη το πήρε από τους Ιταλούς Γενουάτες που κατοίκησαν εδώ. Αυτοί όταν πρωτοείδαν την πόλη μακριά από τη θάλασσα, που έμοιαζε με άλογο την είπαν καβάγιο (Cavallo=άλογο) δηλαδή "άλογο" και έτσι επικράτησε να λέγεται Καβάλα.
ΙστορίαΗ ιστορία της πόλης ξεκινά από τους Προϊστορικούς χρόνους και εκτείνεται μέχρι σήμερα. Οι αναφορές για αυτήν από τη μία χάνονται στις ομηρικές αφηγήσεις και από την άλλη καταγράφονται στα αρχεία της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Από τη μία η πόλη έγινε παγκοσμίως γνωστή για την άφιξη των δημοκρατικών στρατευμάτων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ενόψει της ιστορικής μάχης των Φιλίππων και από την άλλη για την άφιξη του Αποστόλου Παύλου το 49 μ.Χ., κάνοντας τη Νεάπολη (σημερινή Καβάλα) πρώτη ευρωπαϊκή πόλη που δέχτηκε τον Χριστιανισμό. Υπάρχει σήμερα το μνημείο του Αποστόλου Παύλου, έξω από τον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου στο κέντρο της Καβάλας, εις ανάμνηση της άφιξης του Αποστόλου Παύλου. Είναι διάσημη για τα μεγαλοπρεπή έργα Βυζαντινών και Τούρκων (όπως το Κάστρο,Καμάρες) όσο και για το ότι αποτέλεσε γενέτειρα του Μεχμέτ Αλί, αντιβασιλέα της Αιγύπτου. Παράλληλα η νεότερη ιστορία της πόλης παρουσιάζει εξίσου ενδιαφέρον, τόσο για την καπνεργασία και τις πρώτες απεργίες στα Βαλκάνια (1896) όσο και για την πλούσια βιομηχανική δραστηριότητα με κυρίαρχη αυτή του μαύρου χρυσού. Προϊστορικοί χρόνοι Τα παλαιότερα ευρήματα που βρέθηκαν στον νομό Καβάλας, ήρθαν στο φως τη δεκαετία του '50 στην περιοχή «Τζίνες» της Θάσου (ορεινή περιοχή κοντά στα Λιμενάρια) και αφορούν εργαλεία εξόρυξης ώχρας της Νεότερης Παλαιολιθικής, περίπου 20.300 χρόνων π.Χ. Εκείνη την περίοδο η στάθμη της θάλασσας ήταν πολύ χαμηλότερα από τη σημερινή, με αποτέλεσμα η νήσος της Θάσου να συνδέεται μέσω χερσονήσου με την ενδοχώρα. Όμως κατά τη Μεσολιθική εποχή που η θερμοκρασία του περιβάλλοντος αυξήθηκε και έλιωσαν οι παγετώνες, τα νερά της θάλασσας πλημμύρισαν τη μέχρι πρότινος πεδιάδα. Η μετάβαση στη Νεολιθική εποχή χαρακτηρίστηκε από τη μόνιμη εγκατάσταση με την ίδρυση των πρώτων οικισμών, την εξημέρωση των ζώων και την καλλιέργεια της γης. Οι πρώτες οργανωμένες κοινωνίες εμφανίζονται στην Πεδιάδα των Φιλίππων γύρω στα 5.600 π.Χ. Πιο γνωστές θέσεις γενικότερα στον νομό Καβάλας για την περίοδο της Νεολιθικής είναι στη θέση Ντιλικί Τας (Όρθια Πέτρα στα τούρκικα), που παρουσιάζει κατοίκηση από τη Μέση Νεολιθική, η θέση που βρίσκεται κοντά στο χωριό Ακροπόταμος, η θέση που βρίσκεται κοντά στον Παράδεισο και ο προϊστορικός οικισμός των Λιμεναρίων Θάσου. Πολλοί οικισμοί παρουσιάζουν συνεχή κατοίκηση και την εποχή του Χαλκού, με σημαντικότερα ευρήματα, αυτά από το προϊστορικό νεκροταφείο του οικισμού Καστρί Θάσου και της Σκάλας Σωτήρα Θάσου. Η θέση μάλιστα στη Σκάλα Σωτήρα Θάσου αποτελεί τον μοναδικό οικισμό στα Βαλκάνια που ήταν περιτοιχισμένος, η κάτοψη του οποίου σχεδιάστηκε με βότσαλα στο δάπεδο της εκκλησίας του χωριού. Η τελική φάση της Εποχής του Χαλκού σφραγίζεται με τη μυκηναϊκή διείσδυση. Αγγεία μυκηναϊκά ή τοπικές μιμήσεις τους, χάλκινα μαχαίρια μυκηναϊκού τύπου καθώς και άλλα αντικείμενα είναι μάρτυρες των εμπορικών επαφών της νότιας Θάσου με Νοτιοελλαδίτες θαλασσοπόρους. Αν και μη χρονολογημένες, πιο γνωστές είναι οι θαυμάσιες βραχογραφίες κοντά στο σημερινό χωριό Φίλιπποι. Η σημερινή πόλη της Καβάλας χτίστηκε επάνω σε δύο προϊστορικές θέσεις, την Αντισσάρα, τη σημερινή Καλαμίτσα, καθώς και του οικισμού της εποχής του Σιδήρου που εντοπίστηκε ανατολικά της πόλης, στην περιοχή Περιγιαλίου. Λόγω της ανεξέλεγκτης οικοδόμησης κυρίως στα μέσα του 20ου αιώνα, διασώζεται μόνο είναι ένα τμήμα του τείχους της Αντισσάρας, ανάμεσα στις πολυκατοικίες της σύγχρονης πόλης. Αρκετά ευρήματα της προϊστορικής περιόδου υπάρχουν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας (κυρίως της θέση του Ντικιλί Τας) καθώς και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θάσου στο Λιμένα. Αντισάρα (πριν τον 7ο Αιώνα π.Χ.) Η Καβάλα ήταν αποικία Θασίων. Το πρώτο μέρος που αποίκισαν ήταν η σημερινή Καλαμίτσα όπου υπάρχουν ακόμη ερείπια της πόλης όπως και το τείχος της. Ο πρώτος οικισμός ονομάστηκε Αντισάρα ενώ τον 7ο αιώνα π.Χ. αποικίστηκε και ο βράχος της σημερινής Παναγίας δίπλα στο καρνάγιο. Η σημερινή πόλη της Καβάλας χτίστηκε επάνω σε δύο προϊστορικές θέσεις, την Αντισάρα, τη σημερινή Καλαμίτσα, καθώς και του οικισμού της εποχής του Σιδήρου που εντοπίστηκε ανατολικά της πόλης, στην περιοχή Περιγιαλίου. Μετά από αιώνες της καταστροφής της Αντισάρας, στα ερείπιά της χτίστηκε άλλη η Καλαμού που πήρε το όνομα από την Παναγία Καλαμούς ή Καλαμιώτισσας της Κωνσταντινουπόλεως. Με το πέρασμα του χρόνου η Καλαμού καταστράφηκε και ερημώθηκε και οι κάτοικοί της πήγαν και κατοίκησαν στην Ξάνθη και έχτισαν το Μοναστήρι της Καλαμούς, που σώζεται μέχρι σήμερα.
Ερείπια από το τείχος της Αντισάρας Τμήμα της Εγνατίας οδού Αρχαίοι χρόνοι Μετά από μακροχρόνιους πολέμους (που σύμφωνα με την ιστορία έλαβε μέρος και ο ποιητής Αρχίλοχος) με τα θρακικά φύλα που διέμεναν στη περιοχή, οι Θάσιοι για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα τις θρακικές επιδρομές, γύρω στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ., ιδρύουν τη Νεάπολη. Εκτός τη στρατηγική της θέση, στο δρόμο που συνέδεε την Ανατολή με τη Δύση, καθώς και το φυσικό της λιμένα, η Νεάπολη βρισκόταν ανάμεσα στην εύφορη και πλούσια σε μεταλλεύματα Θάσο, κοντά στο χρυσοφόρο Παγγαίο όρος και ακριβώς δίπλα στις εύφορες πεδιάδες των Φιλίππων και του Νέστου. Υπήρξε μέλος της Α’ Αθηναϊκής Συμμαχίας και της Β’ Αθηναϊκής Συμμαχίας η οποία και μνημονεύεται στους φορολογικούς καταλόγους. Τα τιμητικά ψηφίσματα του αθηναϊκού δήμου, εγκωμιάζουν τη Νεάπολη, για τη συμπαράστασή της στην Αθήνα, κατά την ταραχώδη περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου. Πρωταρχική λατρεία στην πόλη αυτήν την περίοδο ήταν η πολιούχος Θεά της Παρθένου. Η αυτονομία της Νεάπολης φαίνεται και από τα αργυρά νομίσματα (στατήρες), που αρχίζουν να χρησιμοποιούνται λίγο πριν το 500 π.Χ. με την απεικόνιση της γοργούς πάντα στη μια τους όψη (που είχε ως σημασία, να διώχνει την κακοτυχία). Η Νεάπολη έμεινε σύμμαχος της Αθήνας μέχρι το 340 π.Χ., όταν την κατέλαβε ο Φίλιππος ο Β΄ προσαρτώντας την στο Μακεδονικό βασίλειο. Η θέση της Νεάπολης σήμερα τοποθετείται στη χερσόνησο της Παναγίας χωρίς να γίνει σαφές το ακριβές της σημείο (τεκμηριώθηκε μονάχα η θέση του ιερού της παρθένου). Τα ευρήματα της Νεαπόλεως εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας. Ρωμαϊκοί χρόνοι Η Νεάπολη, μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, φαίνεται πως παρακμάζει. Λόγω όμως της εξαιρετικά στρατηγικής της θέσης, αποκτά ιδιαίτερη σημασία στο τελευταίο τρίτο του 2ου π.Χ. αιώνα, με την κατασκευή της Εγνατίας οδού, η οποία περνούσε από αυτήν, όπως δείχνει το τμήμα λιθόστρωτου δρόμου που σώζεται στην κορυφή του Συμβόλου, καθώς και η ανεύρεση ενός ρωμαϊκού μιλιαρίου, όπου αναγράφεται : «…viam a Dyrrachio usque Neapolim per provinciam Macedoniam…curavit». Σύμφωνα μάλιστα με τα ρωμαϊκά Οδοιπορικά, υπήρχε σε αυτήν ρωμαϊκός σταθμός αλλαγής ίππων ( Tab. Peuting., VII,2-3: “Philippis XX-Fons co- Neapolis XLIIII- Acontisma…”. Itin. Anton., 320 : “Philippi m.p. XXX-Neapoli m.p. XII…”). Μετά την ίδρυση της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων, η Νεάπολη χρησίμευσε ως επίνειο της αποικίας, δεδομένου ότι από το λιμάνι της περνούσε ο σπουδαίος θαλάσσιος δρόμος Αλεξάνδρειας (Τρωάδας) – Θεσσαλονίκης. Για το λόγο αυτό ο Απόστολος Παύλος το 50 μ.Χ. από τη Σαμοθράκη πλέει προς τον λιμένα της Νεάπολης και από εκεί κατευθύνθηκε προς τους Φιλίππους. Εκεί ιδρύεται η πρώτη χριστιανική εκκλησία επί ευρωπαϊκού εδάφους. Βυζαντινή περίοδος και Φραγκοκρατία Κατά την περίοδο του Βυζαντίου η αρχαία Νεάπολις μετονομάστηκε σε Χριστούπολις. Οι πρώτες μαρτυρίες του νέου ονόματος υπάρχουν στον κώδικα 1557Α του 746 μ.Χ. Το 926 υψώθηκαν τα νέα τείχη της Χριστούπολης, καθώς τα παλαιά είχαν υποστεί μεγάλες φθορές από τα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού. To 1185 η πόλη πυρπολείται και καταστρέφεται από τους Νορμανδούς. Κατά τα έτη 1321-1328 το κράτος ταλανίζεται από εμφύλιο πόλεμο. Η πόλη κατέστη κέντρο επιχειρήσεων του νέου Ανδρόνικου. Το 1387 η πόλη υποτάσσεται φορολογικά, έπειτα συνθηκολογήσεως, στους Οθωμανούς και το 1391 καταλήφθηκε από τα στρατεύματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οθωμανική περίοδος Τρεις δεκαετίες μετά την κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς, το 1425, κτίστηκε φρούριο στην περιοχή της χερσονήσου όπου βρισκόταν η ακρόπολη, με σκοπό τον έλεγχο της περιοχής και την άμυνα απέναντι στους πειρατές και τους Βενετούς.
Για να σιγοντάρει το έργο του ευνοημένου βεζίρη του, ο Σουλεΐμάν Χαν έφερε στην πόλη Άμπου-Χαγιάτ (ζωογόνο νερό) κουβαλώντας το από μία βουνίσια πηγή, σε απόσταση ενός κονάκ δρόμο. Η υδροδότηση της πόλης γίνεται από ένα πανύψηλο υδραγωγείο -πάνω από ογδόντα πήχεις- που στηρίζεται σε εξήντα αψίδες. Το υδραυλικό αυτό έργο του Σουλεϊμάν Χαν -ο Θεός ας τον ελεήσει!- είναι αδύνατο να περιγραφεί με λόγια. Και μπορεί να συγκριθεί μόνο με το οικοδομικό έργο του Φίλικου, που έχτισε το φρούριο της Καβάλας.
Το 1425 το κάστρο της Χριστουπόλεως καταλαμβάνεται, προσωρινά, από 10 βενετικές γαλέρες. Το 1530 περίπου επανιδρύεται η πόλη από Σουλεϊμάν το Μεγαλοπρεπή. Επισκευάζονται και ανεγείρονται τείχη στη βάση των βυζαντινών, κτίζονται οι Καμάρες, στη θέση παλαιότερου, πιθανόν ρωμαϊκού υδραγωγείου, ανέγερση τζαμιών. Εκείνη τη περίοδο έρχονται οι πρώτες ενδείξεις του ονόματος "Καβάλλα". Την ίδια περίοδο υπάρχουν μαζικοί εξισλαμισμοί κατοίκων και εποικισμοί μουσουλμάνων και Εβραίων που ανεβάζουν το ποσοστό των μουσουλμάνων κατοίκων της πόλης και καθιστούν τους χριστιανούς μειοψηφία. Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα η Καβάλα αποτελεί σημαντικό λιμάνι και εμπορικό κέντρο, έδρα πολλών ξένων εμπορικών οίκων και προξενείων. Επίσης ο ελληνικός πληθυσμός ενισχύεται. Από το 1817 έως το 1821 ανεγείρεται το Ιμαρέτ από το Βαλή της Αιγύπτου Μεχμέτ Άλη. Στα τέλη 19ου, αρχές 20ου αιώνα η Καβάλα είναι το σημαντικότερο κέντρο επεξεργασίας και εμπορίας καπνού των Βαλκανίων, κτίζονται πολλές μεγάλες καπναποθήκες και νεοκλασικά κτίρια. Οι Έλληνες στις αρχές του 20ου αιώνα είναι κυρίαρχοι πλέον στην πόλη οικονομικά και πληθυσμιακά. Το 1906 ιδρύεται ο πρώτος γυμναστικός σύλλογος στην πόλη με την ονομασία «Φίλιπποι». Από την Ελληνική Επανάσταση στον Μακεδονικό Αγώνα Οι Καβαλιώτες συμμετείχαν στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες των Ελλήνων. Γνωστός Καβαλιώτης αγωνιστής ήταν ο οπλαρχηγός Ιλαρίων Καρατζόγλου. Επίσης, άλλος ένας γνωστός Καβαλιώτης αγωνιστής, ήταν ο Κωνσταντίνος Σερδάρογλου, που κρεμάστηκε από τους Οθωμανούς κατά το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821. Σημαντικός Καβαλιώτης αγωνιστής του 1821 ήταν και ο πυροβολητής του Ναυτικού Νικόλαος Καγιάσας. Το 1864, μετά από άδεια που δόθηκε από τον σουλτάνο, η Καβάλα επεκτάθηκε οικοδομικά εκτός των τειχών της παλαιάς πόλης. Οι πολίτες εγκαταστάθηκαν στη σημερινή συνοικία του Αγίου Ιωάννου. Το γεγονός αυτό καθώς και το ότι εκείνη την εποχή τα καπνά της Μακεδονίας ήταν γνωστά σε ολόκληρο τον κόσμο μετέτρεψαν την πόλη σε κέντρο επεξεργασίας και εμπορίας καπνού. Σε αυτό βοήθησε και η θέση της με το φυσικό λιμάνι της. Στην Καβάλα έλαβε χώρα η πρώτη και η μεγαλύτερη εργατική απεργία (5000 εργάτες) σε ολόκληρα τα Βαλκάνια, το έτος 1896. Αυτό αποτέλεσε την έναρξη του Καπνεργατικού κινήματος.
Όψη του φρουρίου το 1907 Αποβίβαση των ελληνικών στρατευμάτων, πίνακας του Β. Χατζή Ενώ ήταν ακόμη τουρκοκρατούμενη σε αυτήν κυκλοφορούσαν τρεις ελληνικές εφημερίδες που την κατατάσσουν δεύτερη πόλη μετά τη Θεσσαλονίκη, σε ελληνικές εκδόσεις εφημερίδων, του Ερμή, της Σημαίας και του Κύματος. Με την ίδρυση του τουρκικού συντάγματος το 1908 στην Καβάλα ιδρύεται και το πρώτο επίσημο καπνεργατικό σωματείο στα Βαλκάνια, η Ευδαιμονία, που υπήρχε ήδη από το 1905 με μορφή συλλόγου με την ονομασία Εγκράτεια. Η Καβάλα είχε μεγάλη συμβολή και κατά τον Μακεδονικό Αγώνα. Από την Καβάλα ήταν οι Μακεδονομάχοι οπλαρχηγοί Πέτρος Ιωαννίδης και Περικλής Δράκος. Περίπου το 1905-1906 αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες ελληνόγλωσσες εφημερίδες με πρώτη τη "Σημαία". Α' Κατοχή 1912-1913 και Απελευθέρωση Τον Οκτώβριο του 1912 ο βουλγαρικός στρατός κατέλαβε την Καβάλα χωρίς να αντισταθούν οι Οθωμανοί. Ακολούθησαν βιαιότητες εναντίον του μουσουλμανικού πληθυσμού, καθώς και συλλήψεις εκπροσώπων της εβραϊκής κοινότητας. Η Καβάλα απελευθερώθηκε το 1913 από τον ελληνικό στόλο που ήταν αγκυροβολημένος στη Θάσο, κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Βαλκανικού Πολέμου. Στις 25 Ιουνίου 1913 εμφανίζονται ελληνικά σκάφη και στις 26 Ιουνίου το πρωί, το αντιτορπιλικό Δόξα καταπλέει στον κόλπο της Καβάλας. Με τη βοήθεια των Καβαλιωτών, που βοηθούν στον εντοπισμό των ναρκών στον κόλπο της Καβάλας, το Πολεμικό Ναυτικό καταλαμβάνει την πόλη. Στο μπαλκόνι του Παλαιού Πρωτοδικείου υψώθηκε την 26 Ιουνίου 1913 η ελληνική σημαία και αναγγέλθηκε η ενσωμάτωση της Καβάλας στον εθνικό κορμό από τον πλωτάρχη του αντιτορπιλικού «Δόξα», Αντώνη Κριεζή. Τα ελληνικά στρατεύματα γίνονται δεκτά από τους κατοίκους με άκρατο ενθουσιασμό. Οι Βούλγαροι που είχαν εγκαταλείψει την πόλη πήραν ως ομήρους τον Μητροπολίτη και τριάντα προκρίτους. Β΄ Κατοχή 1916-1918 και Απελευθέρωση Τον Αύγουστο του 1916 εισβάλλουν και καταλαμβάνουν την Καβάλα όπως και όλη την Ανατολική Μακεδονία και πάλι οι Βούλγαροι (Βουλγαρική κατοχή ελληνικών εδαφών (1916-1918)). Το σύνολο του Δ΄ Σώματος Στρατού που έδρευε στην πόλη και στην ευρύτερη περιοχή, κατόπιν εντολής του βασιλιά Κωνσταντίνου, παραδόθηκε στους Γερμανοβουλγάρους και μεταφέρθηκε στο Γκέρλιτς της Γερμανίας το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως χώρος «φιλοξενίας». Η Καβάλα σύμφωνα με μελετητές την περίοδο 1916- 1918 έζησε το δικό της Ολοκαύτωμα. Στο διάστημα των δύο ετών είχε περισσότερα από 15-20.000 θανάτους εξαιτίας της βουλγαρικής κατοχής και θηριωδίας. Επίσης σημειώθηκαν πάνω από 15.000 θάνατοι από την πείνα που θέριζε τον λαό της Καβάλας. Σύμφωνα με έκθεση του Έλληνα πρεσβευτή στη Σόφια, έως τον Απρίλιο του 1917 περίπου 6.000 άτομα πέθαναν από ασιτία μόνο στην περιοχή της Καβάλας και 4.000 άτομα στη Δράμα, σύμφωνα με το αρχείο της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου Η.Π.Α. Η επισιτιστική και ανθρωπιστική κρίση που δημιουργήθηκε σε βάρος των Ελλήνων της Ανατολικής Μακεδονίας στη διάρκεια της Β΄ Βουλγαρικής Κατοχής, διαπιστώθηκε σε όλο το εύρος της μετά την απελευθέρωση των περιοχών οπότε και οργανώθηκαν συσσίτια, πρόχειρα νοσοκομεία και διανομή ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού. Στα τέλη του 1918, μετά την ήττα των κεντρικών αυτοκρατοριών και των συμμάχων τους Βουλγάρων και τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η πόλη απελευθερώνεται, ύστερα από δύο χρόνια σκληρής κατοχής. Τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους, ιδρύεται ο Δήμος Καβάλας Εγκατάσταση Μικρασιατών, δεκαετία 1920 Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και την επακόλουθη ανταλλαγή πληθυσμών το 1923-24, κατακλύζει την πόλη μεγάλο κύμα Ελλήνων προσφύγων από την Ανατολική Θράκη, την Ανατολική Ρωμυλία και τη Μικρά Ασία. Ο συνολικός αριθμός των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν ήταν 27.500. Αρχικά στεγάστηκαν σε παλιά καπνομάγαζα και πρόχειρους οικίσκους αργότερα όμως δημιουργήθηκαν νέες συνοικίες όπως τα Χίλια, τα Πεντακόσια (δηλαδή πεντακόσιες οικογένειες εγκαταστάθηκαν σε κτιριακό συγκρότημα 92 ακινήτων), Δεκαοκτώ, και ο συνοικισμός Γκιρτζή, ενώ άλλοι πρόσφυγες αποκαταστάθηκαν στα παλιά οθωμανικά σπίτια της συνοικίας της Παναγίας. Το προσφυγικό στοιχείο μεταφύτευσε στην πόλη τη μεγάλη πολιτιστική του παράδοση και ταυτόχρονα αποτέλεσε την κινητήρια παραγωγική δύναμη της Καβάλας, οδηγώντας σε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη με κύριο μοχλό την αύξηση της καπνοκαλλιέργειας και του καπνεμπορίου. Ο ιστός της πόλης αυξήθηκε κατά 208 εκτάρια. Με το ΦΕΚ 193Α - 14/08/1924, ο δήμος αποσπάται από τον νομό Δράμας και υπάγεται στον νομό Καβάλας. Στις 16 Μαΐου 1928, οι οικισμοί Καρά Ορμάν (σημερινό Περιγιάλι), Καλαμίτσα και Βασιλάκι Τσιφλίκ, αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητοι, μέχρι τις 16 Οκτωβρίου 1940 που καταργούνται και το όνομα της πόλεως διορθώνεται από Καβάλλα, σε Καβάλα. Επίσης οι καπνεργάτες αποτέλεσαν με τη δράση τους κομβικό στοιχείο για τα εργατικά δικαιώματα με τον οργανωμένο συνδικαλισμό τους, που υποχρέωσε τους καπνεμπόρους να βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας τους και τις αποδοχές των εργατών. Η τετραετία 1928-1932 υπήρξε η πιο λαμπρή περίοδος για την Καβάλα με μεγάλα έργα όπως το λιμάνι, το δίκτυο ηλεκτροφωτισμού, οι αναδασώσεις και τα νέα σχολικά κτίρια. Γ' Κατοχή 1941-1944 και Απελευθέρωση Η βουλγαρική παρουσία στην Καβάλα αλλά και σε ολόκληρη την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη με τη μορφή στρατιωτικής κατοχής κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν αποτέλεσμα διπλωματικής συνεννόησης μεταξύ Γερμανίας και Βουλγαρίας και μία παραχώρηση εκ μέρους της πρώτης για την προσχώρηση της δεύτερης στον Άξονα. Η εισβολή άρχισε στις 20 Απριλίου 1941 και μέχρι τις 15 Μαΐου είχε καταληφθεί από τους Βουλγάρους όλη η παραχωρηθείσα περιοχή. Ο βουλγαρικός κατοχικός στρατός προέβη συστηματικά σε διάφορα περιοριστικά μέτρα με στόχο την ελαχιστοποίηση της παρουσίας της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού. Η περιοχή τελικά απελευθερώθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1944.
Η Καβάλα το 1942 Το νέο δικαστικό μέγαρο Μεταπολεμική περίοδος Η Καβάλα ήταν μία από τις λίγες πόλεις που δεν άρχισε αμέσως η κατεδάφιση των παλαιών κτιρίων, δηλαδή η αντιπαροχή, λόγω της παρακμής του καπνεμπορίου που συνέβαλε στον μαρασμό της πόλης. Τον Ιανουάριο του 1949 ιδρύθηκε ο πρώτος ραδιοφωνικός σταθμός της πόλης. Τη δεκαετία του '50 η πόλη άρχισε να επεκτείνεται προς τα δυτικά, την περιοχή της Καλαμίτσας, και αργότερα προς τα ανατολικά, περιοχή Σφαγείων και Περιγιαλίου, για να συγκαταλεχθούν στο σχέδιο πόλεως. Το 1957 ξεκινάει το ετήσιο "Φεστιβάλ Φιλίππων-Θάσου". Το 1961 ιδρύθηκε η "Βιομηχανία Φωσφορικών Λιπασμάτων", η μεγαλύτερη λιπασματοβιομηχανία της χώρας. Τον Δεκέμβριο του 1967 ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Β' της Ελλάδας έφτασε στην πόλη για να οργανώσει ένα, αποτυχημένο, κίνημα εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος. Στις 23 Δεκεμβρίου 1969 ιδρύθηκε η "Kavala Oil". Στις 6 Δεκεμβρίου 1971 πραγματοποιήθηκε η πρώτη, μα άκαρπη, γεώτρηση. Την 1η Φεβρουαρίου 1974, η ερευνητική γεώτρηση «ΠΡΙΝΟΣ-1» ανακαλύπτει το κοίτασμα «ΠΡΙΝΟΣ» με δοκιμαστική ροή 2950 βαρέλια την ημέρα αργού πετρελαίου. Το 1970 ολοκληρώθηκε η κατασκευή του Εθνικού Σταδίου της πόλης. Στις 10 Σεπτεμβρίου εγκαινιάζεται το εθνικό Στάδιο. Την 21η Απριλίου 1972 εγκαινιάστηκε το Πάρκο Φαλήρου με παραλία λουόμενων που αργότερα εγκαταλείφτηκε. Τον Ιούλιο του 1974 μεγάλη ομάδα ένοπλων ανδρών στάλθηκαν στην Κύπρο για την αντιμετώπιση της τουρκικής εισβολής. Στις 14 Αυγούστου 1985 ξέσπασε η καταστροφικότερη, έως τώρα, πυρκαγιά στο περιαστικό δάσος της πόλης που αποτέφρωσε 10.000 στρέμματα. Το 1991 ιδρύθηκε ο πρώτος τηλεοπτικός σταθμός της πόλης το "Ena Channel". 21ος αιώνας Τον Οκτώβριο του 2002 δημιουργήθηκε το εμπορικό λιμάνι της πόλης "Φίλιππος Β’" λίγο έξω από την πόλη. Στις 3 Απριλίου 2005 κατεδαφίστηκαν τα Σιλό για την ανέγερση του νέου δικαστικού Μεγάρου. Στις 27 Φεβρουαρίου 2008 πάνω από 12 χιλιάδες πολίτες διαδήλωσαν ενάντια στη δημιουργία μονάδας λιθάνθρακα της ΔΕΗ. Το 2010 εγκαινιάσθηκε το καινούριο νοσοκομείο της πόλης όπου αργότερα έγινε και περιφερειακό.Το 2013 ο επιβατικός λιμένας της πόλης έλαβε την ονομασία "Απόστολος Παύλος". Στις 9 Νοεμβρίου 2018,κατέρρευσε η γέφυρα έμπροσθεν του παλαιού νοσοκομείου που συνδέει το ανατολικό κομμάτι της πόλης με το κέντρο. ΄Ακόμη δεν έχει αποκατασταθεί η γέφυρα.
ΜνημείαΤο τέμενος Ιμπραήμ Πασά χρονολογείται από το 1530 και το 1926-1927 μετατράπηκε στον Ελληνορθόδοξο Ναό του Αγίου Νικολάου. Το Τζαμί Χαλίλ Μπέη βρίσκεται στη χερσόνησο της Παναγιάς. Το σωζόμενο τέμενος χρονολογείται από το 1900 και στη βάση έχει βρεθεί τρίκλιτος χριστιανικός ναός. Ο μιναρές δεν εφάπτεται στο Τέμενος και ίσως χρονολογείται από το 16ο αιώνα. Από το 1930 μέσα στο τέμενος στεγάζεται η φιλαρμονική του Δήμου Καβάλας. Το Ιμαρέτ Καβάλας είναι ένα θρησκευτικό/εκπαιδευτικό συγκρότημα το οποίο χρονολογείται από το 1817-1821. Το Ιμαρέτ (φτωχοκομείο) χτίστηκε από τον Μεχμέτ Αλί Πασά, βαλή της Αιγύπτου. Η Οικία Μεχμέτ Αλή Πασά ήταν η οικία του Μεχμέτ Αλί Πασά (1805-1848) και βρίσκεται στη χερσόνησο της Παναγιάς. Χρονολογείται από τα τέλη του 18ου αιώνα αλλά έχουν γίνει επισκευές στα τέλη του 19ου και αρχές 20ου αιώνα. Το Φρούριο Καβάλας είναι οθωμανικό οχυρωματικό έργο. Στη θέση βρισκόταν παλαιότερο βυζαντινό κάστρο το οποίο καταστράφηκε κατά την κατάκτηση της πόλης το 1391. Την εποχή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (1520-1566) αποκαθιστώνται τα παλαιά τείχη και χτίζεται το νεόδμητο κάστρο. Οι Καμάρες Καβάλας είναι το παλαιό υδραγωγείο της πόλης. Χτίστηκε το 1520-1530 από τον Μέγα Βεζίρη Ιμπραήμ πασά. Το 5ο Γυμνάσιο Καβάλας (Θ. Πουλίδου 16 στην παλιά πόλη), που χτίστηκε μεταξύ 1902 και 1908 από τον Τούρκο καπνέμπορο, Πατσατζίκ ως κατοικία, στεγαζόταν η Αστυνομία πριν τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Η Βουλγάρικη Ασφάλεια, η περιβόητη Οχράνα, λειτούργησε εκεί επίσης. Στα υπόγεια του κτιρίου φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν εκατοντάδες Καβαλιώτες στη διάρκεια της κατοχής. Τα κρατητήρια της Οχράνας αποκαλύφθηκαν στις 3/12/2005 στη διάρκεια εργασιών συντήρησης του σχολικού κτιρίου. Το 1ο Γυμνάσιο Καβάλας το οποίο κτίστηκε το 1909 και μέχρι το 1913 λειτούργησε ως τουρκικό σχολείο. Το 15ο Δημοτικό Σχολείο Καβάλας αποτελεί το πρώτο εκπαιδευτικό ίδρυμα που κτίστηκε εκτός των τοιχών της πόλης. Ανεγέρθηκε το 1881. Το Δημοτικό Ωδείο Καβάλας.
Το Φρούριο, γνωστό ως Κάστρο Το Υδραγωγείο Καβάλας γνωστό ως Καμάρες
Ο Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου Το εσωτερικό του Ιμαρέτ
Το Τέμενος και μεντρεσές Χαλίλ Μπέη Το σπίτι του Μεχμέτ Αλή
Φάρος Παναγίας Στο βάθος η Δημοτική Καπναποθήκη Καβάλας και η Πλατεία Καπνεργάτη
|