ΚΟΜΟΤΗΝΗ . . .

Η Κομοτηνή (παλαιότερα και Γκιουμουλτζίνα ή Γκιουμουρτζίνα, μεσαιωνικά ελληνικά: Κουμουτζηνά, Κομοτηναί ή Κομοτηνά), είναι πρωτεύουσα του γεωγραφικού διαμερίσματος της Θράκης, βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της Ελλάδας και ανήκει στον Νομό Ροδόπης. Αποτελεί έδρα της διοικητικής περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και πρωτεύουσα της Περιφερειακής Ενότητας Ροδόπης.

               Παλιά πόλη της Κομοτηνής                                                     Ρολόι Κομοτηνής στην οδό Ερμού

Με την ύπαρξή της να βεβαιώνεται από την ύστερη αρχαιότητα, το πάλαι ποτέ μικρό βυζαντινό οχυρό των Κομοτηνών ή Μεμετιδων αναδείχθηκε σε σημαντικό αστικό κέντρο στην Υστεροβυζαντινή περίοδο. Η σημαίνουσα θέση της στην περιοχή της Θράκης εδραιώθηκε στα χρόνια της Οθωμανικής περιόδου (1363-1912), στην τελευταία περίοδο της οποίας (19ος αιώνας) αναδείχθηκε σε διοικητικό κέντρο της ευρύτερης περιφέρειας. Η πρόσκαιρη κατάκτησή της από τους Βούλγαρους στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, η απελευθέρωσή της κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο και η έκβαση του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου οδήγησαν στην οριστική ενσωμάτωσή της στην ελληνική επικράτεια, το 1920. Στα μεταπολεμικά χρόνια η πόλη αναπτύχθηκε χάρη στην κεντρική της γεωγραφική θέση και τη σημασία της ως διοικητικό κέντρο, διατηρώντας τον χαρακτήρα της, και επηρεασμένη, ως ένα βαθμό, από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα των μειονοτικών ομάδων.

Η οικονομία της χαρακτηρίζεται από την υπεροχή του τομέα παροχής υπηρεσιών, απόρροια γεωγραφικών και ιστορικών παραγόντων. Ο αστικός της χώρος παρουσιάζει ιδιαίτερη ποικιλομορφία χάρη στην ιστορία της και τον πολιτισμό της, στοιχεία που είναι υπεύθυνα και για τα σημαντικά μνημεία και αξιοθέατα τα οποία είναι διάσπαρτα μέσα σε αυτόν. Στην περιοχή είναι έντονη η παρουσία του μουσουλμανικού στοιχείου που δίνει ιδιαίτερο χρώμα τόσο με τις ενδυμασίες και τα έθιμα όσο και με την αρχιτεκτονική χαρακτηριστικό δείγμα της οποίας αποτελούν οι μιναρέδες και τα καφασωτά παράθυρα των σπιτιών στις παλιές συνοικίες. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η περιήγηση γύρω από τη Λαϊκή Αγορά, όπου υπάρχουν εμπορικά και άλλα καταστήματα.

Σημαντικό ρόλο στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της περιοχής διαδραματίζει το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης το οποίο ιδρύθηκε το 1974.

    Το Γενί Τζαμί και ο Πύργος του Ρολογιού                                                     Εσκί Τζαμί - 17ου αιώνα

Όνομα

Το βυζαντινό όνομα ήταν Κουμουτζηνά ή Κομοτηνά ή Κομοτηναί. Ως προς την προέλευση του ονόματος, έχει διατυπωθεί η εκδοχή ότι έτσι είχαν χαρακτηριστεί τα κτήματα κάποιου κόμητα της περιοχής: *Κομητηνά > Κομοτηνά > Κομοτζηνά/Κουμουτζηνά. Η πρώτη χρήση του ονόματος Γκιουμουλτζίνα, τουρκικά: Gümülcine έχει καταγραφεί σε οθωμανική πηγή το έτος 1344 μ.Χ. Το όνομα Κομοτηνή ορίσθηκε επισήμως το 1920 και αποτελεί τη λόγια μορφή του ονόματος Κουμουτζηνά που χρησιμοποιούσε ο Κατακουζηνός στα μέσα του 14ου αιώνα.

Ιστορία

Αρχαιότητα

Θρυλείται ότι το πόλισμα Κομοτηνή ανάγεται στον 5ο αιώνα π.Χ. και συνδέεται με την ομώνυμη κόρη του ζωγράφου Παρρασίου Η ύπαρξη της πόλης ως οικισμός βεβαιώνεται ήδη από το 2ο αιώνα μ.Χ. σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα της περιόδου, τα οποία εκτείνονται μέχρι και τον 4ο αιώνα.

Βυζαντινή Αυτοκρατορία

Τα σημερινά σωζόμενα τείχη είναι ερείπια βυζαντινού οχυρού το οποίο, κατά τον λαογράφο Στίλπωνα Κυριακίδη, ανεγέρθηκε τον 4ο αιώνα μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄. Στη Ρωμαϊκή εποχή ήταν ένα από τα πολλά διάσπαρτα φρούρια κατά μήκος της Εγνατίας οδού, τα οποία υπήρχαν στην περιοχή της Θράκης. Πιθανή θεωρείται η ταύτισή της με τον ρωμαϊκό σταθμό Breierophara (πρόκειται για σύνθετο θρακικό τοπωνύμιο: βρε [= κάστρο] +iero [= ιερό] + phara [= para = πόρος, πέρασμα] ). Σημαντικότερη πόλη εκείνη την περίοδο ήταν η γειτονική Μαξιμιανούπολη, η παλαιότερη θρακική Πορσούλις ή Παισούλαι, η οποία μετονομάστηκε σε Μοσυνούπολη τον 8ο-9ο αιώνα. Η Κομοτηνή αποτελούσε κόμβο της Εγνατίας οδού προς τη βόρεια κατεύθυνση που, μέσα από το πέρασμα της Νυμφαίας, οδηγεί στην κοιλάδα του Άρδα, τη Φιλιππούπολη (σημ. Πλόβντιβ) και τη βυζαντινή Βερόη (σημερινή Στάρα Ζαγόρα).

Κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο ανήκε στο Θέμα Μακεδονίας, ενώ από τον 9ο αιώνα έγινε η υπαγωγή της στο νεότευκτο Θέμα Βολερού. Έως τότε αποτελούσε φρούριο ήσσονος σημασίας. Όμως το 1207, ύστερα από την επιδρομή του τσάρου της Βουλγαρίας Ιβάν Α΄, αποτέλεσε καταφύγιο προσφύγων από τα γύρω φρούρια που καταστράφηκαν. Πολλοί κάτοικοι της Μοσυνόπολης (πρώην Μαξιμιανούπολη) κατέφυγαν τότε στην Κομοτηνή και ο πληθυσμός της συνέχισε να αυξάνει μέχρι του σημείου να εξελιχθεί σε σημαντικό αστικό κέντρο της περιοχής. Το 1331 ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός την αναφέρει ως Κουμουτζηνά. Ένα χρόνο αργότερα ο Ανδρόνικος Γ' Παλαιολόγος στρατοπέδευσε σε αυτή προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Τούρκο ηγεμόνα της Σμύρνης Ομούρ στο χωριό Παναγία, κοντά στη Μονή Παναγίας Βαθυρρύακος (σημερινά Φατύρρυακα), ο οποίος εντέλει αποχώρησε χωρίς να δοθεί μάχη. Το 1341 ο ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς την αναφέρει με το σημερινό της όνομα, ως Κομοτηνά ή Κομοτηναί. Το 1343, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού και Ιωάννη Ε' Παλαιολόγου, προσχώρησε στην παράταξη του Καντακουζηνού μαζί με τα γειτονικά φρούρια Ασωμάτου, Παραδημής, Κρανοβουνίου και Στυλαρίου. Ο τελευταίος κατέφυγε σε αυτήν το 1344 για να σωθεί μετά από μάχη με τα στρατεύματα του Ομούρ και του Βούλγαρου συμμάχου του, Μομιτζίλου, που έλαβε χώρα κοντά στην ήδη κατεστραμμένη Μοσυνόπολη.

Οθωμανική περίοδος

Η κατάκτηση της βυζαντινής πόλης Κουμουτζηνά ή Κομοτηνά σύμφωνα με παλαιούς Οθωμανούς χρονικογράφους τοποθετείται περίπου το 1361 ή 1362 με την κατάληψη της Στάρα Ζαγόρα και της Φιλιππούπολης βορειότερα. Θεωρείται ότι η πόλη καταλήφθηκε από τον Οθωμανό κατακτητή Γαζή Εβρενός, του οποίου αποτέλεσε στρατιωτική έδρα. Με την Οθωμανική κατάκτηση, πολλοί Κομοτηναίοι εκπατρίζονται και εγκαθίστανται στην Ήπειρο, ιδρύοντας τους Κουμουτζάδες Άρτας (σήμερα Αμμότοπος), ενώ με την κατάληψη της Ηπείρου από τους Οθωμανούς το 1449, κατέφυγαν τελικά στη Βερβίτσα Αρκαδίας (σήμερα Τρόπαια).

Τον 17ο αιώνα θα κάνει μια αναλυτική περιγραφή της Κομοτηνής και των κτιρίων που υπήρχαν ο Οθωμανός περιηγητής Εβλιγιά Τσελέμπη. Διάσημο είναι το Ιμαρέτ (πτωχοκομείο) (1360-1380) το οποίο έχτισε ο Εβρενός και διασώζεται, ενώ θεωρείται από τα παλαιότερα οθωμανικά μνημεία στη Θράκη. Εκτός από το Ιμαρέτ ο Εβρενός στην πόλη έκτισε μια μεγάλη έπαυλη, ένα ισλαμικό τέμενος, χαμάμ και μια πληθώρα καταστημάτων τα οποία αποτέλεσαν τον πυρήνα της ισλαμικής ζωής στην πόλη. Τα κτήρια του Έβρενος βρίσκονταν έξω από το τείχος του κάστρου και μέσα σε αυτό συνέχισε να κατοικεί ο ελληνικός πληθυσμός. Ο αποικισμός με Τούρκους αγρότες στα χωράφια γύρω από την πόλη οφείλεται επίσης στον Εβρενός. Το Χαμάμ του Γαζί Εβρενός σωζόταν μέχρι το 1970 (στην θέση όπου σήμερα βρίσκονται τα ΚΑΠΗ μεταξύ των οδών Φιλίππου, Αϊδινίου και παρόδου Αϊδινίου), όταν κατά τη διάρκεια της Επταετούς δικτατορίας ανατινάχθηκε με δυναμίτη, ενώ έως το 1923 υπήρχε αραβική επιγραφή του 14ου αιώνα.

Η οθωμανική κατάκτηση της Θράκης δημιούργησε προβλήματα στην επιβίωση του ελληνικού στοιχείου. Η Κομοτηνή έκτοτε ήταν έδρα του ομωνύμου καζά και υπάγονταν έως το 1867 στο σαντζάκι (διοίκηση) Δράμας, ενώ με την καθιέρωση των βιλαετίων, εντάχθηκε σε αυτό της Αδριανουπόλεως.

Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου, το διάστημα 1362 - 1912 ζούσαν στην πόλη χριστιανοί και μουσουλμάνοι. Μετά την ενσωμάτωση της πόλης στο ελληνικό κράτος ακολούθησε η προσφυγή πολλών εξαρχικών Χριστιανών στη Βουλγαρία, ενώ η πόλη υποδέχθηκε και κάποιους πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία, λόγω της ανταλλαγής που συμφωνήθηκε με τη συνθήκη της Λωζάνης. Η πληθυσμιακή σύνθεση συμπληρωνόταν από σημαντικές κοινότητες Αρμενίων και Εβραίων, εικόνα που έμελλε να αλλάξει στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ως αποτέλεσμα της εξόντωσης των τελευταίων.

Σε αυτή την περίοδο η πόλη επεκτάθηκε και εκτός των τειχών. Το 1452-5 είχε 511 εστίες από τις οποίες η πλειοψηφία (422 σπίτια) ήταν μουσουλμανικές και αποτελούσε το μεγαλύτερο πληθυσμιακό κέντρο στην περιοχή. Σε απογραφή το 1519 η Κομοτηνή αναφέρεται ότι είχε 393 μουσουλμανικά νοικοκυριά, 197 άγαμους/ες μουσουλμάνους/ες, 42 χριστιανικά νοικοκυριά, έξι άγαμους/ες Χριστιανούς/ες, 8 χήρες αλλά και 19 εβραϊκά νοικοκυριά και 5 άγαμους/ες Εβραίους/ες. Σε απογραφή το 1530 έχει αναφερθεί ότι στην Κομοτηνή υπήρχαν 17 μαχαλάδες/γειτονιές με τουρκικά ονόματα. Υπήρχε ένα ισλαμικό τέμενος, 15 μαστζίντ (μικρότερα ισλαμικά τεμένη), 4 ζαβιγιέ (ισλαμικά εκπαιδευτικά ινστιτούτα), τέσσερα σχολεία και μια εκκλησία. Ο Γάλλος περιηγητής Πιέρ Μπελόν αναφέρει, γύρω στα 1540, ότι κατοικείτο από Έλληνες και λίγους Τούρκους, αν και η περιγραφή του Πιέρ Μπελόν αμφισβητείται. Το 1590 ο Οθωμανός γεωγράφος Μεχμέντ-ι Ασίκ και περιέγραψε ότι υπήρχαν τεμένη της Παρασκευής, χαμάμ και αγορές. Οι επίσημες απογραφές του 15ου και 16ου αιώνα (9η και 10η απογραφή) δείχνουν την ισχυρή πλειοψηφία των μουσουλμάνων Οθωμανών στην Κομοτηνή και στα χωριά της γύρω περιοχής. Από τον 16ο αιώνα σχηματίστηκε σε αυτή εβραϊκή κοινότητα, η οποία αποτελούνταν από Σεφαραδίτες Εβραίους που ασχολούνταν με το εμπόριο υφασμάτων, μεταξιού και μαλλιού. Το 1585 η μουσουλμανική κοινότητα της Κομοτηνής ίδρυσε το ιεροσπουδαστήριο (μεντρεσέ) του Γενί τζαμιού που είχε τότε δύναμη 104 μαθητών και 19 δωμάτια. Για την περίοδο των αρχών του 16ου αιώνα, ο καθηγητής Μπαρκάν έχει δημοσιεύσει χάρτη ο οποίος δείχνει το τουρκικό στοιχείο στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης. Σύμφωνα με τον χάρτη αυτό, η Κομοτηνή τον 15ο και το μεγαλύτερο μέρος του 16ου αιώνα ήταν μια μικρή πόλη με 250 μουσουλμανικές και 50 χριστιανικές οικογένειες. Η ανάπτυξη της πόλης θα πρέπει να έγινε μεταξύ του 16ου και 17ου αιώνα. Ο Οθωμανός περιηγητής του 17ου αιώνα, Εβλιγιά Τσελεμπή, επισκέφτηκε την πόλη το 1667-8, περιγράφει το φρούριο της πόλης ως στέρεη κατασκευή από τούβλα και πέτρες το οποίο κατοικείτο από πολλούς Εβραίους. Σύμφωνα με τον Τσελεμπή η πόλη τον 17ο αιώνα έχει αναπτυχθεί και έχει 4.000 πλούσια σπίτια χτισμένα από πέτρα, 16 μαχαλάδες (συνοικίες), 5 τεμένη της Παρασκευής καθώς και 11 ισλαμικά τεμένη, 2 χαμάμ, 2 ιμαρέτ (πτωχοκομεία), 5 μεντρεσέδες (ισλαμικά σχολεία), 7 μακτάμπ (σχολεία βασικής εκπαίδευσης), 17 χάνια (καραβάν σεράι) και 400 καταστήματα. Σύμφωνα με τον oθωμανολόγο Machiel Kiel, οι περιγραφές του Τσελεμπή και τα νούμερα θέλουν έλεγχο και κάποια από τα στοιχεία που έχω παρουσιάσει ο Τσελεμπή για την Κομοτηνή είναι σωστά αλλά για παράδειγμα τον αριθμό των σπιτιών (4.000) το θεωρεί ύποπτα υψηλό. Η πόλη ήταν εμπορικό κέντρο και, μέσω του περάσματος της Νυμφαίας, (δια της οροσειράς της Ροδόπης) υπήρχε εμπορική σύνδεση με τη Φιλιππούπολη. Από την Κομοτηνή προερχόταν ο λόγιος Αθανάσιος Βατοπεδινός ο εκ Κομοτηνής. Είτε από την Κομοτηνή είτε από τη Δράμα καταγόταν ο Νασούχ πασάς (τουρκ. Gümülcineli Damat Nasuh Paşa), Μέγας Βεζίρης (1614) και σύζυγος της Αϊσέ σουλτάν, κόρης του Σουλτάνου Αχμέτ του Α'. Κάποιες πηγές αναφέρουν ότι ο Νασούχ Πασάς είχε χριστιανική καταγωγή (είχε πατέρα Έλληνα κληρικό) και άλλες αναφέρουν ότι είχε αλβανική καταγωγή.

Το 18ο αιώνα, επιδημία πανούκλας στην περιοχή ερήμωσε την πεδινή Θράκη και ολόκληρα χωριά εξαφανίστηκαν. Εφτά χιλιόμετρα βορειοδυτικά από την Κομοτηνή, κοντά στο χωριό Σύμβολα, διατηρείται σήμερα ένα μοναχικός μιναρές μέσα στα χωράφια. Εκεί βρισκόταν το χωριό με το όνομα Εσκί Γκιουμουλτζίνε (δηλαδή Παλαιά Κομοτηνή), το οποίο ερημώθηκε από την πανούκλα.

19ος αιώνας

Ο Άγγλος περιηγητής Έντουαρντ Ντάνιελ Κλάρκ αναφέρει ότι το 1801 η Κομοτηνή (αναφέρεται ως Gymmergine, Γκιουμερτζίνα) είχε χίλιες εστίες, εκ των οποίων οι τετρακόσιες ανήκαν σε Έλληνες, εξήντα σε Εβραίους, δεκαπέντε σε Αρμένιους και πεντακόσιες είκοσι πέντε σε Τούρκους.

Κατά την Επανάσταση του 1821, σπουδαία ήταν η προσφορά των Κομοτηναίων με κυριότερους αγωνιστές, τον μετέπειτα μητροπολίτη Ιωαννίκιο, τον Αγγελή Κίρζαλη και το λοχαγό Σταύρο Κομπένο, μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Κατά την οθωμανική απογραφή του 1831 στην Κομοτηνή υπήρχαν 37.568 κάτοικοι από τους οποίους οι 30.517 ήταν μουσουλμάνοι, οι 1.712 τσιγγάνοι και οι υπόλοιποι 5.339 ήταν χριστιανοί, χωρίς να αναφέρονται στοιχεία για Εβραίους και Αρμένιους. Στα μέσα του 18ου αιώνα εμφανίστηκαν στην πόλη Αρμένιοι κάτοικοι, ενώ στις 25 Νοεμβρίου του 1834 εγκαινιάστηκε ο αρμένικος ναός, αφιερωμένος στον Άγιο Γρηγόριο τον Φωτιστή (αρμενικά: Սուրբ Գրիգոր Լուսավորիչ, Σουρπ Κρικόρ Λουσαβορίτς), ο οποίος υπαγόταν διοικητικά στην αρχιεπισκοπή Αδριανούπολης. Ο ναός χτίστηκε σε οικόπεδο της αρμένικης κοινότητας και σήμερα σώζεται η κτητορική επιγραφή όπου αναγράφεται το έτος κατασκευής και το ποσό που χρησιμοποιήθηκε για την ανέγερση του. Η εκκλησία παραδοσιακά τιμά και τον Άγιο Ιάκωβο.

Στα μέσα του 19ου αιώνα εγκαταστάθηκαν στην πόλη πολλοί Εβραίοι μετανάστες από την Αδριανούπολη και τη Θεσσαλονίκη. Ανάμεσα τους ήταν άνθρωποι που ασχολούντο με χονδρεμπόριο καπνών και σιτηρών, καθώς και με τραπεζικές εργασίες. Η κοινότητα των Εβραίων βρισκόταν ανάμεσα στα τείχη του βυζαντινού Φρουρίου και η συνοικία ονομαζόταν Εβραγιά. Η συνοικία περιελάμβανε και την εβραϊκή συναγωγή με το όνομα Μπεθ Ελ, η οποία χτίστηκε την ίδια περίοδο και λειτουργούσε μέχρι την έναρξη της Κατοχής. Η εβραϊκή συνοικία αναπτύχθηκε μετά το 1896 και εκτός του φρουρίου, κατά μήκος της οδού Μακαβαίων (σημερινή Καραολή), όπου βρισκόταν και το εβραϊκό σχολείο και η εβραϊκή λέσχη. Η συναγωγή Μπεθ Ελ, που επεκτάθηκε σταδιακά μέχρι το 1914, χρησιμοποιήθηκε ως σταύλος κατά την Κατοχή και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε. Το 1993 κατέρρευσε η στέγη της και το 1994 κατεδαφίστηκε. Σήμερα σώζονται μόνο τα θεμέλια της συναγωγής.

Η ανάπτυξη στα τέλη του 19ου αιώνα

Η Κομοτηνή αποτέλεσε την έδρα του σαντζακίου της Γκιουμουλτζίνας που ιδρύθηκε το 1867. Τις επόμενες δεκαετίες αναπτύχθηκε οικονομικά λόγω της επεξεργασίας και του εμπορίου καπνού και οι Έλληνες, όντες ευνοημένοι από τα σύγχρονα μεταρρυθμιστικά μέτρα υπέρ της ανεξιθρησκείας, έθεσαν την οικονομική της δραστηριότητα υπό τον πλήρη έλεγχό τους. Εκείνη την περίοδο χτίστηκαν πολλά από τα αρχοντικά που κοσμούν σήμερα τους δρόμους της, όπως αυτά του Στάλιου, του Μαλλιόπουλου και του Πεΐδη (σήμερα στεγάζεται το Λαογραφικό Μουσείο). Μετά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877-1878, κύμα Τούρκων προσφύγων συνέρευσε στην Κομοτηνή. Την περίοδο εκείνη λόγω της έξαρσης του Βουλγαρικού εθνικισμού, η περιοχή δέχτηκε έντονες πιέσεις από τη βουλγαρική πλευρά.

Το 1880 λειτουργούσαν στην πόλη Παρθεναγωγείο και Αστική Σχολή Αρρένων, το λεγόμενο «Σχολαρχείο». Το 1885 ιδρύθηκε ο πολιτιστικός σύλλογος «Ομόνοια» ο οποίος ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα στην τοπική πνευματική ζωή, διοργανώνοντας θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες. Εκείνη την περίοδο αναδείχθηκαν μεγάλοι ευεργέτες, όπως μεταξύ άλλων ο Νέστωρ Τσανακλής, που με δωρεά του ανεγέρθηκε η Τσανάκλειος Σχολή και ο Δημήτριος Σίντος. Σημαντικές μορφές των γραμμάτων που γεννήθηκαν στην Κομοτηνή ήταν ο ιατρός, ερευνητής και καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Αλέξανδρος Συμεωνίδης και η δασκάλα και ιατρός Βικτωρία Μαργαριτοπούλου, μία από τις πρώτες Ελληνίδες ιατρούς.

Το 1894 ιδρύθηκε στην πόλη, από τη μουσουλμανική κοινότητα, το ιεροσπουδαστήριο (μεντρεσές) Κιρ Μαχαλέ (τουρκ. kirmahalle) στην περιοχή βορείως του κέντρου. Το 1889, η εβραϊκή κοινότητα ίδρυσε αρρεναγωγείο και στη συνέχεια, το 1900, παρθεναγωγείο. Το 1900 αριθμούσε 1.200 μέλη και το 1910 ιδρύεται το μεικτό σχολείο Alliance Israélite Universelle μετά από ένωση του αρρεναγωγείου και παρθεναγωγείου. Στο σχολείο αυτό διδασκόταν η ελληνική, η γαλλική και η εβραϊκή γλώσσα. Επειδή το σχολείο φημιζόταν για την πειθαρχία και την εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας σε αυτό φοιτούσε επίσης και μικρός αριθμός Ελλήνων, Αρμενίων, και μουσουλμάνων μαθητών. Έκλεισε το 1940 και σήμερα στο χώρο αυτό στεγάζεται το 7ο Δημοτικό σχολείο Κομοτηνής. Στο τέλος του 19ου αιώνα ήταν εγκατεστημένοι στην Κομοτηνή 210-265 Αρμένιοι, σύμφωνα με τον εμπορικό οδηγό Annuaire Orientale du Commerce. Λίγο πριν το τέλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κοντά στο 1900, υπήρχαν 2.110 εστίες από τις οποίες η πλειοψηφία 1.450 εστιών ήταν μουσουλμανικές, με εκατό να ανήκουν σε μουσουλμάνους τσιγγάνους, 500 ήταν ορθόδοξες και παράλληλα υπήρχαν 100 Εβραϊκές και 60 Αρμένικες. Οι χριστιανοί ορθόδοξοι έμεναν στη συνοικία Βαρόσι (τουρκ. varoş, προάστιο) και στη συνοικία Αγίου Γεωργίου και οι Εβραίοι στην περιοχή του Φρουρίου.

Αρχές 20ού αιώνα

Στις αρχές του 20ού αιώνα εγκαταστάθηκαν στην πόλη μουσουλμάνοι πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία και τη Βοσνία, και ο μουσουλμανικός πληθυσμός υπερτερούσε στην ευρύτερη περιοχή του σαντζακίου. Εντούτοις, το 1913 στο σαντζάκι Γκιουμουλτζίνας, οι Έλληνες χριστιανοί Ορθόδοξοι αποτελούσαν το 50% του συνόλου. Στις αρχές του εικοστού αιώνα, ο χριστιανικός πληθυσμός της πόλης που διώκονταν καθημερινά από την οθωμανική διοίκηση έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από τη Βουλγαρία που προσπάθησε να προσεταιριστεί τους βουλγαρόφωνους κατοίκους. Επιειδή, οι βουλγαρικές προσπάθειες δεν είχαν σοβαρά αποτελέσματα, δραστηριοποιήθηκε η ουνιτική κίνηση, υποστηριζόμενη από την Αυστρία και τη Γαλλία, δίνοντας καταφύγιο σε χριστιανούς κατοίκους που υφίσταντο τον οθωμανικό ζυγό. Η ουνιτική κίνηση εξυπηρετούσε κυρίως τα βουλγαρικά συμφέροντα. Μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων και την εχθρική στάση του νέου καθεστώτος απέναντι στον Ελληνισμό, Βούλγαροι κομιτατζήδες, που υποστήριξαν την επανάσταση, υπό την καθοδήγηση του Σαντάνσκι εισέρχονταν στην περιοχή και την πόλη της Κομοτηνής και διά της προπαγάνδας και της βίας προσπαθούσαν να προσελκύσουν τους Έλληνες προς τον Βουλγαρισμό, υποσχόμενοι ευνοϊκή μεταχείριση, και να τους μυήσουν έτσι στα σχέδια των νέων πολιτικών κυρίαρχων.

Μετά την επικράτηση των Νεότουρκων το 1908 καταρτίστηκε και εφαρμόστηκε ένα πρόγραμμα αφομοίωσης και εκτουρκισμού των μουσουλμάνων κατοίκων, διωγμού των χριστιανών κατοίκων και εποικισμού με μουσουλμανικούς πληθυσμούς.

Βραχύβια απελευθέρωση και γεγονότα 1913-1919

Η μακρόχρονη περίοδος της Τουρκοκρατίας η οποία κράτησε 549 έτη, έληξε κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, τον Οκτώβριο του 1912, οπότε η πόλη πέρασε στην κατοχή των Βουλγάρων. Οι Βούλγαροι σχεδόν αμέσως εξαπέλυσαν διωγμούς κατά Ελλήνων, Πομάκων και Τούρκων. Οι διωγμοί αυτοί προκάλεσαν εθνολογική αλλοίωση στην πόλη. Το 1912-13 πολλοί Εβραίοι μετανάστευσαν σε μεγάλες πόλεις, όπως στη Θεσσαλονίκη και στην Κωνσταντινούπολη, ενώ την ίδια περίοδο και έως το 1918 εγκαταστάθηκαν σε αυτή Αρμένιοι πρόσφυγες και ο πληθυσμός τους έφτασε τα 396 άτομα.

Κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, στις 14 Ιουλίου του 1913, απελευθερώθηκε από την VIIΙ μεραρχία του ελληνικού στρατού, ωστόσο στις 10 Αυγούστου του ίδιου έτους παραχωρήθηκε εκ νέου στη Βουλγαρία με τη συνθήκη Βουκουρεστίου (1913). Στις 31 Αυγούστου του 1913 το κίνημα των Πομάκων, με τη συνδρομή των ντόπιων Τούρκων και την υποστήριξη των Ελλήνων, εγκαθίδρυσε τη βραχύβια Αυτόνομη Κυβέρνηση Δυτικής Θράκης με έδρα την πόλη. Ο πληθυσμός του κρατιδίου ήταν 500.000 εκ των οποίων το 50% (250.000) ήταν Έλληνες. Ως φρούραρχος της πόλης της Κομοτηνής, τοποθετήθηκε Έλληνας. Το ανεξάρτητο αυτό κρατίδιο καταλύθηκε μετά από δύο μήνες στις 25 Οκτωβρίου του 1913 και η Κομοτηνή πέρασε πάλι υπό βουλγαρική κατοχή. Με την είδηση του ερχομού των Βουλγάρων όλοι σχεδόν οι Έλληνες της πόλης αποχώρησαν προς διάφορες κατευθύνσεις. Παρέμειναν μόνο, οι πλουσιότεροι κάτοικοι για να προστατέψουν τις περιουσίες τους. Στις 8 Οκτωβρίου του 1913, όταν ο Έλληνας φρούραρχος παρέδωσε την πόλη στις βουλγαρικές δυνάμεις, οι κατακτητές κατέλαβαν τις εκκλησίες, τα σχολεία και το Μητροπολιτικό Μέγαρο. Στη συνέχεια προέβησαν σε απελάσεις των οικονομικά ισχυρότερων Κομοτηναίων, όπως ο Αθανάσιος Καστανάς, ο Κ. Μαλιόπουλος, ο Δ. Βέτσικας, ο Γεώργιος Ματσόπουλος, ο Θεοφάνης Ψάλτης, ο Κ. Θεοχαρίδης και άλλοι. Το Νοέμβριο του 1914 επισκέφτηκε μυστικά την Κομοτηνή ο μονάρχης της Βουλγαρίας, Φερδινάνδος ο Α΄, προκειμένου να δώσει το έναυσμα για νέους διωγμούς κατά των εναπομεινάντων Ελλήνων, καθιστώντας την Κομοτηνή, την πρώτη προτεραιότητα της βουλγαρικής πολιτικής αλλοίωσης της εθνολογικής κατάστασης. Εκπονήθηκε μάλιστα, και ένα πρόγραμμα μαζικού εποικισμού Βουλγάρων στη Δυτική Θράκη, το οποίο εφαρμόστηκε έντονα στην Κομοτηνή.

Μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Αύγουστο του 1919 η πόλη καταλήφθηκε από γαλλικά στρατεύματα και ετέθη υπό το καθεστώς της Διασυμμαχικής Θράκης, με έδρα του ανεξάρτητου κρατιδίου την ίδια την πόλη και διοικητή τον Γάλλο στρατηγό Σαρπύ (γαλλ. Charles Antoine Charpy, 1869-1941).

Ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό

Ο Ελληνισμός της Κομοτηνής υπέστη ολοκληρωτική καταστροφή κατά τη Βουλγαρική κατοχή την περίοδο 1913 - 1920, όταν σχεδόν όλοι οι Έλληνες εγκατέλειψαν την πόλη (ενώ και πολλοί μουσουλμάνοι προσέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη). Την 14η Μαΐου 1920 ενώθηκε με την Ελλάδα κατόπιν διπλωματικής νίκης του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και του στενού συνεργάτη του, Χαρίσιου Βαμβακά.

   Κομοτηνή - Γκιουμουλτζίνα σε γραμματόσημο του 1913
   14 Μαΐου 1920: Ιστορική εικόνα απελευθέρωσης της Κομοτηνής από την Βουλγαρική κατοχή

Μικρασιατική Καταστροφή και Ανταλλαγή Πληθυσμών

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών της συνθήκης της Λωζάνης εγκαταστάθηκαν στην περιοχή πολλοί Έλληνες πρόσφυγες, οι οποίοι προέρχονταν από την Ανατολική Θράκη, την Ανατολική Ρωμυλία και τη Μικρά Ασία (Ιωνία-μικρασιατικά παράλια, Βιθυνία, Καππαδοκία, Πόντος και άλλες μικρασιατικές περιοχές). Ο μουσουλμανικός πληθυσμός εξαιρέθηκε από την ανταλλαγή πληθυσμών με την Τουρκία στη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923. Σημαντικό στοιχείο αποτελεί πως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή βρήκαν καταφύγιο στην περιοχή της Θράκης και αρκετοί μουσουλμάνοι αντικεμαλιστές ως πολιτικοί πρόσφυγες, καθώς και Αρμένιοι πρόσφυγες με αποτέλεσμα στην απογραφή του 1928 η αρμενική κοινότητα να αριθμεί σε όλο τον Δήμο Κομοτηνής 779 άτομα. Στην ανατολική περιοχή της πόλης βρίσκεται η συνοικία όπου παραδοσιακά κατοικούσαν που φέρει την ονομασία Αρμενιό. Λίγο πριν υπογραφεί η συνθήκη της Λωζάνης ενὠ είχαν ήδη ξεκινήσει οι ανταλλαγές πληθυσμών που προέβλεπε, έγινε επίσημη ελληνική στατιστική στις 7 Ιουνίου 1923 οπότε καταγράφηκαν 30.989 κάτοικοι από τους οποίους οι 15.810 ήταν Έλληνες (εκ των οποίων 6.115 Έλληνες παλαιοί κάτοικοι και 9.695 Έλληνες πρόσφυγες), οι 12.843 μουσουλμάνοι, οι 1.183 Αρμένιοι, οι 1.112 Εβραίοι και οι 41 Κιρκάσιοι. Στην Κομοτηνή, μετά την απελευθέρωσή της τον Μάιο του 1920, λειτουργούσαν φιλανθρωπικοί σύλλογοι και πολιτιστική λέσχη από την ισραηλίτικη κοινότητα.

Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος - Δ' Βουλγαρική Κατοχή

Η Κομοτηνή κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου γνώρισε την τέταρτη κατά σειρά βουλγαρική κατοχή (μετά τις κατοχές: 1912, Ιουλίου 1913, Οκτωβρίου 1913). Η εβραϊκή κοινότητα εξοντώθηκε σε αυτή την περίοδο. Στις 4 Μαρτίου 1943 οι Βούλγαροι σύμμαχοι των ναζιστών Γερμανών συνέλαβαν 863 Εβραίους. Αρχικά τους μετέφεραν σε μια εγκαταλελειμμένη καπναποθήκη, γνωστή και ως κτήριο Τσελμπόρωφ. Στις 5 Μαρτίου τους επιβίβασαν σε τρένο και τους μετέφεραν αρχικά στο Σιμιτλί και στη συνέχεια στην Άνω Τζουμαγιά (Μπλαγκόεβγκραντ). Περίπου 20 άτομα αφέθηκαν ελεύθερα από εκεί, καθώς είχαν τουρκική, ισπανική και ιταλική υπηκοότητα. Οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν, στις 19 Μαρτίου, με ποταμόπλοιο από τον Δούναβη στη Βιέννη, από εκεί με τρένο στο Κατοβίτσε της Πολωνίας και στη συνέχεια στο στρατόπεδο εξόντωσης Τρεμπλίνκα, όπου εξοντώθηκαν. Επέζησαν του Ολοκαυτώματος μόνον οκτώ άτομα. Το 1958 η ισραηλίτικη κοινότητα της Κομοτηνής διαλύθηκε λόγω έλλειψης μελών. Η εβραϊκή συναγωγή διατηρείτο μέχρι τον Απρίλιο του 1994, όταν πάρθηκε η απόφαση να κατεδαφιστεί, παρόλο που το 1983 είχε χαρακτηριστεί ως διατηρητέα. Το 2004 ο Δήμος Κομοτηνής τοποθέτησε, στο Πάρκο Αγίας Παρασκευής, μνημείο αφιερωμένο στους Εβραίους-θύματα του Ολοκαυτώματος.

Το Νοέμβριο του 1987 απαγορεύτηκε στην «Τουρκική Νεολαία Κομοτηνής» (που λειτουργούσε από το 1928) να χρησιμοποιεί τον όρο «τουρκική» με την αιτιολογία ότι αυτός αφορά πολίτες της Τουρκίας και ότι η χρήση του για Έλληνες πολίτες αντιτίθεται στη Συνθήκης της Λωζάνης, απειλώντας την κοινωνική ειρήνη Το 1990 δημιουργήθηκε ένταση όταν μερίδα της μειονότητας που δεν είχε αποδεχτεί το πρόσωπο του νέου μουφτή Μέτσο Τζεμαλή, αντιπρότεινε τον Ιμπραήμ Σερήφ (ο Μέτσο Τζεμαλή είχε διοριστεί το 1984 μετά το θάνατο του Χουσεΐν Μουσταφά Εφεντί). Ο Ιμπραήμ Σερήφ δεν έγινε δεκτός από την ελληνική κυβέρνηση, αλλά συνέχισε να ασκεί τα πνευματικά του καθήκοντα ως ιδιώτης μουφτής, γεγονός που προκάλεσε την ποινική του δίωξη για αντιποίηση αρχής και το θέμα έφτασε μέχρι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων. Η Ελλάδα καταδικάστηκε, καθώς το δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω κατηγορία δεν είχε στοιχειοθετηθεί επαρκώς και ότι οι καταδίκες σε χαμηλότερο βαθμό περιόριζαν τα ατομικά δικαιώματα θρησκευτικής έκφρασης, ενώ παράλληλα επιδίκασε στον ενάγοντα αποζημίωση για ηθική βλάβη. Το 1990 δημιουργήθηκε ένταση όταν ο τότε υποψήφιος βουλευτής Σαδίκ Αχμέτ έθεσε ζήτημα αναγνώρισης εθνικής μειονότητας δηλώνοντας εθνικά Τούρκος. Στις 26 Ιανουαρίου του 1990 ο Σαδίκ Αχμέτ οδηγήθηκε στη φυλακή και ακολούθως ξέσπασαν διαμαρτυρίες μουσουλμάνων με κλείσιμο των καταστημάτων. Στις 29 Ιανουαρίου συγκεντρώθηκαν 1.500 μουσουλμάνοι έξω από τζαμί φωνάζοντας «είμαστε Τούρκοι», γεγονός που προκάλεσε επεισόδια με μερίδα χριστιανών. Στα επεισόδια τραυματίστηκαν 50 άτομα, προκλήθηκαν υλικές ζημιές σε καταστήματα μουσουλμάνων και στα γραφεία δυο εφημερίδων της μειονότητας. Παρόμοια επεισόδια μικρής έντασης σημειώθηκαν τον Αύγουστο του ίδιου έτους, το Δεκέμβριο του 1997 και τον Ιούλιο του 1998.

Η Κομοτηνή σήμερα

Η Κομοτηνή σήμερα είναι μια πόλη πολυπολιτισμική με έντονο τον χαρακτήρα της φοιτητούπολης. Ο πληθυσμός είναι εξαιρετικά πολύγλωσσος για το μέγεθός της. Αποτελείται από ντόπιους Έλληνες, Έλληνες απογόνους προσφύγων από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη, Έλληνες Μειονοτικούς (Τουρκόφωνους, Πομάκους και Αθίγγανους, κυρίως Μουσουλμάνους στο θρήσκευμα) και απογόνους Αρμενίων προσφύγων. Οι Τσιγγάνοι μένουν στον Ήφαιστο, έναν οικισμό 1 χιλιόμετρο βορειοδυτικά της Κομοτηνής, και στην περιοχή Αλάν Κουγιού (Αλάνκιοϊ) γνωστή και ως «Τενεκέ Μαχαλά», μέσα στην Κομοτηνή. Τη δεκαετία του 1990 εγκαταστάθηκαν σε αυτή και παλιννοστούντες ομογενείς από χώρες της πρώην ΕΣΣΔ (κυρίως από Γεωργία, Αρμενία, Ρωσία, Ουκρανία και Καζακστάν). Ο πληθυσμός της, κατά την απογραφή του 2021, είναι 54.165 κάτοικοι. Στο πανεπιστήμιο της φοιτούν περίπου 10.000 φοιτητές.

Αξιοθέατα

Μουσεία

Αρχαιολογικό Μουσείο: Στο μουσείο υπάρχουν εκθέματα από την ευρύτερη περιοχή της Θράκης από τη Νεολιθική μέχρι τη Βυζαντινή περίοδο. Εγκαινιάστηκε το 1976 και είναι έργο του αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη. Από πλευράς αρχιτεκτονικής, το κτήριο του μουσείου, θεωρείται από τα πιο σύγχρονα της πόλης. Εντυπωσιακό έκθεμα αποτελεί η χρυσή προτομή του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.). Τα εκθέματα εστιάζουν κυρίως στην παρουσία των Ελλήνων και στην ελληνική τέχνη στην περιοχή του βόρειου Αιγαίου και της Θράκης.

Λαογραφικό Μουσείο: Λειτουργεί από το 1962 και στεγάζεται στο αρχοντικό Πεΐδη το οποίο αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα τοπικής λαϊκής αρχιτεκτονικής. Πολλά από τα εκθέματα που στεγάζει όμως προέρχονται από την Ανατολική και Βόρεια Θράκη καθώς και από τις περιοχές της Μικράς Ασίας. Συμπεριλαμβάνουν παραδοσιακές φορεσιές, κεντήματα, αντικείμενα από χαλκό, ξύλο, πηλό και ασήμι, γεωργικά εργαλεία, εργαλεία παραδοσιακών επαγγελμάτων αλλά και είδη οικιακής χρήσης. Ανάμεσα στα εκθέματα βρίσκονται και τα προσωπικά αντικείμενα του Γρατινιώτη Αρχιεπίσκοπου Αθηνών Χρυσάνθου (1881-1949).

    Σεπτίμιος Σευήρος, Αρχαιολογικό Μουσείο                             Λαογραφικό Μουσείο

Εκκλησιαστικό Μουσείο Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και Κομοτηνής: Από το 1999 στεγάζεται στο Ιμαρέτ Κομοτηνής. Στο μουσείο υπάρχουν εκκλησιαστικά εκθέματα, τα οποία χρονολογούνται από το 16ο έως τον 20ό αιώνα, όπως εικόνες, ιερά σκεύη, άμφια, χειρόγραφα από ναούς της περιοχής αλλά και δωρεές προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Ροδόπης. Το κτίριο θεωρείται από τα αρχαιότερα σωζόμενα δείγματα οθωμανικής αρχιτεκτονικής στην Ευρώπη (αποτελείται από τρεις χώρους που διαμορφώνουν στην κάτοψη το σχήμα Τ - τύπου ζαβιγέ) και είναι κτισμένο με τη βυζαντινή τεχνική. Έχει συνδεθεί με τοπικές παραδόσεις των Κομοτηναίων για ύπαρξη βυζαντινού ναού της Αγίας Σοφίας στη συγκεκριμένη θέση, και σύμφωνα με αυτές, στο κτίσμα ενσωματώθηκαν τμήματα του ναού. Στη νότια πλευρά του κτίσματος έχει ανακαλυφθεί εντοιχισμένο μαρμάρινο γυναικείο κεφάλι ρωμαϊκών χρόνων.

Βυζαντινό Μουσείο: Στο μουσείο, το οποίο ανήκει στο Ίδρυμα Παπανικολάου, ευεργέτη της πόλης, υπάρχουν εκθέματα βυζαντινών εκκλησιαστικών αντικειμένων, βιβλία, κοσμήματα, νομίσματα και σφραγίδες. Συστάθηκε το 1988 και εγκαινιάστηκε το 1991. Βρίσκεται παραπλεύρως του νομαρχιακού μεγάρου και στο ίδιο κτήριο υπάρχει και αμφιθέατρο 420 θέσεων.

Μουσείο «Καραθεοδωρή»: Μουσείο αφιερωμένο στον Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή (Βερολίνο 1873 – Μόναχο 1950) ο οποίος ήταν κορυφαίος σύγχρονος Έλληνας μαθηματικός που διακρίθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο και καταγόταν από τη Θράκη (Νέα Βύσσα Έβρου).

Δημοτική Παπαδριέλλειος Πινακοθήκη: Στεγάζεται στο Αρχοντικό Στάλιου όπου εκτίθενται πίνακες Ελλήνων ζωγράφων προσφέροντας ένα μικρό πανόραμα των κινημάτων ελληνικής ζωγραφικής.

Θρακικό Μουσείο Παιδείας: Το Θρακικό Μουσείο Παιδείας της Εταιρείας Παιδαγωγικών Επιστημών Κομοτηνής ιδρύθηκε το 1992 και λειτουργεί - στεγάζει βιβλιοθήκη και αντικείμενα του 17ου και 18ου αιώνα σχετικά με την εκπαίδευση και τα εκπαιδευτήρια.

Θρακικό, Εθνολογικό, Ιστορικό και Πολιτιστικό Μουσείο Κομοτηνής και Θράκης: Μουσείο αφιερωμένο στην αστική Κομοτηναϊκή οικογένεια του 19ου αιώνα. Στεγάζεται στο νεοκλασικό Αρχοντικό Σκουτέρη το οποίο κτίστηκε τέλη 19ου αιώνα.

Μνημεία

Το Βυζαντινό Φρούριο. Τα σημερινά τείχη στην πόλη είναι ερείπια βυζαντινού κάστρου το οποίο ανεγέρθηκε στην τον 4ο αιώνα μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄ (379-395 μ.Χ.). Ήταν τετράπλευρο με τέσσερις εισόδους, 16 πύργους και είχε ύψος 9,6μ.

Ο Ναός Κοιμήσεως της Παναγίας χρονολογείται από το 1800 και πιθανολογείται ότι έχει χτιστεί στα θεμέλια μεταβυζαντινού ναού, τα οποία χρονολογούνται από το 1548. Ο παλιός ναός βρισκόταν μέσα στα βυζαντινό κάστρο των Κουμουτζηνών. Ο σημερινός ναός Κοιμήσεως της Παναγίας βρίσκεται δίπλα στα ερείπια των βυζαντινών τειχών.

    Το Φρούριο                                                                      Ι. Ν. Κοιμήσεως της Παναγιάς

Το Εσκί Τζαμί (τουρκ. Eski Cami, Παλαιό Τζαμί) το οποίο ανοικοδομήθηκε το 1608/9 ή το 1677/78 κατά μια άλλη πηγή. Στο συγκρότημα μαζί με το Εσκί Τζαμί και το Ιμαρέτ Κομοτηνής υπήρχε και οθωμανικό χαμάμ το οποίο κατεδαφίστηκε τη δεκαετία του 1960. Στη θέση του χαμάμ κτίστηκε το κτήριο το οποίο στεγάζει τα ΚΑΠΗ του δήμου Κομοτηνής (βρίσκεται νοτίως του ιεροσπουδαστήριου Κομοτηνής).

Το Γενί Τζαμί: Σημαντικό οθωμανικό μνημείο (τουρκ. Yeni Cami, Νέο Τζαμί), το οποίο έχει τετράγωνη αίθουσα προσευχής με μοναδικό θόλο, χάρη στη διακόσμησή του με πλακίδια Νικαίας. Η κατασκευή του χρονολογείται στο διάστημα 1600-1618 και ιδρύθηκε από τον Εκμεκτσίογλου Αχμάντ Πασά, υπουργό των Οικονομικών των Σουλτάνων Αχμάντ Α΄ και Οσμάν Β΄. Σήμερα δίπλα στο Γενί Τζαμί βρίσκεται η Μουφτεία Κομοτηνής.

Το παλιό δικαστικό μέγαρο, οθωμανικής περιόδου, σχεδιασμένο από Ολλανδό αρχιτέκτονα περί το 1870. Το μέγαρο κτίστηκε ως Διοικητήριο της Οθωμανικής διοίκησης επί σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ και Αβδούλ Χαμίτ Β’. Χαρακτηρίστηκε ως έργο τέχνης που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία σύμφωνα με το N 1469/1950 το κτήριο του Δικαστικού μεγάρου Kομοτηνής, ιδιοκτησίας του Yπουργείου Δικαιοσύνης διότι πρόκειται για ένα πολύ αξιόλογο νεοκλασσικό κτίριο με ενδιαφέροντα μορφολογικά στοιχεία.

    Το παλιό δικαστικό μέγαρο                                         Η Αστική Σχολή Νέστωρος Τσανακλή

Η Ελληνική Αστική Σχολή Νέστωρος Τσανακλή ανοικοδομήθηκε ως εκπαιδευτήριο την περίοδο 1906-1907 με δαπάνες του αποδήμου στην Αίγυπτο Κομοτηναίου Νέστορα Τσανακλή. Το κτήριο εγκαινιάστηκε ως Αστική σχολή Αρρένων το 1908. Το διάστημα 1922-1954 στεγαζόταν στο κτίριο η Γενική Διοίκησης Θράκης και το διάστημα 1954-1972 η Νομαρχία Ροδόπης. Αργότερα στεγάστηκε η Πρυτανεία του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης. Το κτίριο τα επόμενα χρόνια ήταν υπό ανακαίνιση. Μετά την ολοκλήρωση της ανακαίνισης που πραγματοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια, σήμερα στο χώρο στεγάζεται η δημοτική βιβλιοθήκη της Κομοτηνής.

Ο Πύργος του Ρολογιού: Δίπλα στο Γενί Τζαμί βρίσκεται ο Πύργος του Ωρολογίου ο οποίος αποτελεί δείγμα του οθωμανικού εκσυγχρονισμού. Συνιστά αφιέρωμα του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ και χρονολογείται από το 1884. Η σημερινή μορφή του Πύργου είναι διαφορετική από την αρχική κατασκευή λόγω αρχιτεκτονικών επεμβάσεων που έγιναν τη δεκαετία του 1950.

    Επιγραφή σε οθωμανική γραφή στο Πύργο του Ρολογιού                   Η ιστορική Καπναποθήκη

Η ιστορική Καπναποθήκη της οδού Παρνασσού 8, που σήμερα στεγάζει το Τεχνικό Επιμελητήριο Θράκης.

Το Μνημείο του Ολοκαυτώματος για τους Εβραίους της Κομοτηνής στο πάρκο της Αγίας Παρασκευής.

    Μνημείο Ολοκαυτώματος                                        Το Ιμαρέτ, σήμερα Εκκλησιαστικό Μουσείο

Το Ηρώο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, γνωστό και ως Σπαθί, από το ξίφος που απεικονίζεται στην ύψους 15 μέτρων μαρμάρινη στήλη του, σημείο αναφοράς της πόλης. Τα εγκαίνιά του έγιναν στις 25 Μαρτίου 1970.

Ο ανδριάντας του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή.

Ο ανδριάντας του αγωνιστή του 1821 Μητροπολίτη Μαρωνείας Κωνστάντιου.

Το παλιό Ηρώο της πόλης, το οποίο βρίσκεται στο μικρό άλσος απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο και είναι έργο του θρακιώτη γλύπτη Πέτρου Μοσχίδη. Είναι φτιαγμένο από ατόφιο μάρμαρο στα 1930 και, σε δυο μεγάλες μαρμάρινες πλάκες που προστέθηκαν αργότερα, είναι χαραγμένα τα ονόματα των 63 θυσιασθέντων Κομοτηναίων κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-44. Στο μνημείο - για άγνωστο λόγο - δεν αναγράφονται τα ονόματα των Αρμενίων και των Εβραίων πεσόντων της Κομοτηνής.

    Ο ανδριάντας του Καραθεοδωρή                             Ο Ιερός Ναός Αγίας Βαρβάρας

Ο Ιερός Ναός Αγίας Βαρβάρας στα βορειοανατολικά της πόλης.

Η Αρμενική Ορθόδοξος Εκκλησία της Κομοτηνής που αποτελεί το επίκεντρο της αρμενικής συνοικίας της πόλης.

    Αρμένικη εκκλησία Αγίου Γρηγορίου                                        Μουσείο «Καραθεοδωρή»


<- πίσω