ΞΑΝΘΗ . . .

Η Ξάνθη είναι πόλη της Θράκης στη Βόρεια Ελλάδα. Αποτελεί την πρωτεύουσα της ομώνυμης Περιφερειακής Ενότητας και την έδρα του ομώνυμου Δήμου. Υπάγεται διοικητικά στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Ο πληθυσμός της πόλης ανέρχεται σε 58.760 μόνιμους κατοίκους σύμφωνα με την Απογραφή του 2021. Βρίσκεται στις παρυφές του Αχλαδόβουνου και τη διαρρέει ο ποταμός Κόσυνθος. Είναι επίσης γνωστή και ως «Η πόλη με τα χίλια χρώματα» και «Κυρά κι αρχόντισσα της Θράκης». Ο πολιούχος της Ξάνθης είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και η ημέρα της Αποτομής της Τίμιας Κεφαλής του στις 29 Αυγούστου είναι αργία για την πόλη.

Η πόλη έγινε γνωστή κυρίως λόγω της αρχαίας πόλης των Αβδήρων (σήμερα Άβδηρα) κοντά στην Ξάνθη. Ο Δημόκριτος και ο Πρωταγόρας, μεταξύ άλλων, προέρχονταν από αυτή την πόλις.

    Δυτική πύλη της αρχαίας πόλης των Αβδήρων                Ναός στην ακρόπολη της πόλης των Αβδήρων

Αξιοθέατα

Οι Καπναποθήκες

                Ξάνθη - καπναποθήκες                                 Ξάνθη - καπναποθήκες

Η περιοχή των καπναποθηκών - ένα σημαντικό σε έκταση και αξία τμήμα της πόλης - είναι συνδεδεμένη άμεσα με την οικονομική άνθηση της Ξάνθης. Σώζεται σε ικανοποιητικό βαθμό ως πολεοδομικός ιστός και ως κτηριακό απόθεμα και αποτελεί ένα από τα καλύτερα υφιστάμενα σύνολα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Τα κτήρια είναι δημιουργήματα του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα και αποτελούν έξοχα δείγματα αρχιτεκτονικής, ορισμένα από αυτά μοναδικά και για τον ευρωπαϊκό χώρο.

Οι καπναποθήκες ήταν χτισμένες στον κάμπο, στα νοτιοανατολικά της Παλιάς Πόλης, και αποτελούσαν ιδιαίτερη συνοικία, διαχωρισμένη σαφώς από την κεντρική περιοχή εμπορίου και την περιοχή κατοικίας της αστικής τάξης.

Η περιοχή βρισκόταν κοντά σε υπεραστικούς άξονες οδικής και σιδηροδρομικής (από το 1891) κυκλοφορίας και κυρίως κοντά στον άξονα που συνέδεε την Ξάνθη με τη Γενισέα. Σε χαμηλό υψόμετρο, συχνά πλημμυρισμένη και υγρή, ήταν ακατάλληλη περιοχή κατοικίας, ευνοϊκή όμως εξαιτίας της σύστασης του εδάφους της για την κατασκευή ημιυπόγειων χώρων, απαραίτητων στη λειτουργία των καπναποθηκών

Σήμερα η περιοχή των καπναποθηκών βρίσκεται στις παρυφές του κέντρου, κοντά στην πλατεία Ελευθερίας και οριοθετείται από τις οδούς Δημοκρίτου, Μιχαήλ Καραολή, Ελπίδος, Μπρωκούμη, Γεωργίου Κονδύλη, Ναυαρίνου, Έλλης και Λευκίππου.

Τα κτήρια των καπναποθηκών που διασώζονται, αθροίζονται σε 57, από τα οποία τα 27 είναι εγκαταλειμμένα, ενώ τα 30 λειτουργούν με νέες χρήσεις (ως αποθηκευτικοί χώροι 9 κτήρια, ως εργαστήρια κυρίως επίπλων και κουφωμάτων 17 κτήρια, ενώ 5 απ’ αυτά στεγάζουν πολιτιστικές δραστηριότητες και δραστηριότητες αναψυχής).

Οι πρώτες καπναποθήκες εμφανίστηκαν μετά το 1860 και ήταν μονώροφες, υλοποιήθηκαν με παραδοσιακές μεθόδους και υλικά και βασίστηκαν στη χρήση τοπικών μορφολογικών στοιχείων και ορισμένες φορές νεοκλασικών μοτίβων. Ο κτηριακός όγκος αυτών των καπναποθηκών είναι συνήθως απλός, ορθογωνικός, με επίπεδες όψεις, διάτρητες από τα εν σειρά ανοίγματα, και επικαλύπτεται με απλή τετράριχτη στέγη. Στο τέλος του 19ου αιώνα κτίστηκαν καπναποθήκες πολύ μεγαλύτερες από τις παλιότερες, ομοίως από ξύλο και πέτρα. Κύρια χαρακτηριστικά τους αποτέλεσε η συμμετρία στην οργάνωση της όψης και της κάτοψης, η αξονική προσπέλαση, ο τονισμός της κεντρικής εισόδου και η κυριαρχία της πρόσοψης, το αυστηρό γεωμετρικό περίγραμμα και η σαφήνεια του κτηριακού όγκου, το μεγάλο ύψος, το στηθαίο που αποκρύπτει την απόληξη της δίρριχτης στέγης και σχηματίζει συχνά ημικυκλικά ή τριγωνικά αετώματα.

Το Ρολόι

Ο Πύργος του Ρολογιού ήταν χτισμένος σε επαφή με το ανύπαρκτο σήμερα κεντρικό τέμενος του οικισμού (Γιερί Παζάρ Τζαμισί), τονίζοντας την είσοδό του. Κτίσθηκε ως αφιέρωμα στην πόλη από τον εντόπιο πλούσιο αριστοκράτη Χατζή Εμίν Αγά, το 1870, με παραδοσιακή μορφή. Το 1934 ανακαινίσθηκε σε ύφος art deco. Το ύψος του φτάνει τα 20,5 μέτρα.

Το κτίσμα αποτελεί μνημείο της ιστορικής αλλαγής των παραγωγικών σχέσεων στη συγκεκριμένη περιοχή της πόλης, στα τέλη του 19ου αιώνα, με την εμφάνιση της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας και της νέας αντίληψης του χρόνου που επιβλήθηκε σ’ αυτήν.

Ο Πύργος και το τέμενος αποτελούσαν μέρος της μνημειακής διαμόρφωσης του ισλαμικού κέντρου (κουλλιγιέ) της πόλης, γύρω από την πλατεία της υπαίθριας αγοράς (σημερινή Κεντρική Πλατεία), μετά την ανάδειξη της Ξάνθης σε πρωτεύουσα ομώνυμης Περιφέρειας (Καζά) το 1870. Τα υπόλοιπα κτήρια του κουλλιγιέ ήταν το ιεροσπουδαστήριο, το χαμάμ, το κτήριο της έδρας του Καϊμακάμη (Έπαρχου), το Δημαρχείο και το πτωχοκομείο (ιμαρέτ).

Στο κέντρο περίπου της πλατείας, όπως ήταν διαμορφωμένη τότε, υπήρχε μνημειώδης κρήνη για το τελετουργικό πλύσιμο των πιστών (απτέστ), πριν την είσοδό τους στο παρακείμενο τέμενος για την προσευχή. Η πλατεία ήταν ο χώρος της εβδομαδιαίας αγοράς (παζάρι) και δυτικά της, μέσα στον περίβολο του τεμένους Γιερί Παζάρ, υπήρχε ισλαμικό νεκροταφείο.

Ο Πύργος του Ρολογιού αποτελεί το σήμα κατατεθέν της πόλης ενώ το 2014 χαρακτηρίστηκε ομόφωνα μνημείο από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων.

                Άποψη της πόλης                                      Τοπική αρχιτεκτονική στην παλιά πόλη

Η Παλιά Πόλη

                Η παλιά πόλη                                O Μητροπολιτικός Ναός Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου

Ως σημαντικότερο σημείο της πόλης θεωρείται η Παλιά Πόλη. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της Ξάνθης αποτελώντας τον ιστορικό της πυρήνα και καλύπτει έκταση 380.000τ.μ.. Χτισμένη σε ύψωμα, κρατώντας την παραδοσιακή μορφή της, σαγηνεύει τους επισκέπτες αλλά και τους κατοίκους της, κάθε φορά που περπατάνε στα σοκάκια της. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους παραδοσιακούς οικισμούς της Ελλάδας, που έχει μείνει ανεπηρέαστος από τη φθορά του χρόνου και διατηρεί την αρχοντιά και τη μεγαλοπρέπειά του.

Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης άρχισε να ξαναχτίζεται το 1830 μετά από δύο σεισμούς το 1829. Ήκμασε στα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ου, περίοδος κατά την οποία γνώρισε ακμή το καπνεμπόριο με το οποίο ασχολούνταν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της. Χαρακτηριστικό της ακμής και της ευρωπαϊκής πορείας που ακολούθησε η Ξάνθη, είναι τα 4 προξενεία (Ιταλικό, Αυστροουγγαρίας, Γαλλικό και Ελληνικό) που έδρευαν στην πόλη, ενώ υπήρχαν ακόμα τράπεζες, εμπορικό επιμελητήριο, ασφαλιστικά γραφεία, καμπαρέ, 2 κινηματογράφοι, ένα θέατρο, 150 καταστήματα, 50 χάνια, λέσχες, σωματεία, σύλλογοι και βέβαια, καπνεργοστάσια.

Στα αρχοντικά κατοικούσαν κυρίως καπνέμποροι, που ζούσαν ζωή μεγαλοαστική, με τα ιδιωτικά τους ιππήλατα αμάξια, τους θυρωρούς, τοιχογραφίες στα σπίτια τους φιλοτεχνημένες από τεχνίτες από την Ευρώπη, όπως και με επίπλωση φερμένη από την Ευρώπη. Στα άλλα σπίτια κατοικούσαν οι καπνεργάτες αλλά και οι Ξανθιώτες της αστικής τάξης (έμποροι, βιοτέχνες, επαγγελματίες).

Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης παρουσιάζει μεγάλη ιστορική αξία. Χαρακτηρίστηκε παραδοσιακός οικισμός το 1976 και είναι ένα από τα καλύτερα διατηρημένα αρχιτεκτονικά σύνολα σε όλη τη Μακεδονία και Θράκη. Αρχοντικά και κατοικίες εργατών διασώζονται χάρη σε νόμο που ψηφίστηκε το 1994 και απαγορεύει οποιαδήποτε εξωτερική επέμβαση στις κατοικίες. Η εκλεκτικιστική αρχιτεκτονική, η Μπελ Επόκ, οι επιδράσεις από την Ιταλική Αναγέννηση, τον Γερμανικό Ρομαντισμό και τον Ελληνικό Νεοκλασικισμό διαχέονται από τη μια άκρη στην άλλη. Ο επισκέπτης στην Παλιά Πόλη περπατώντας στα πλακόστρωτα δρομάκια της θα θαυμάσει τα αριστοτεχνικά οικήματα της θρησκείας, της παιδείας και της τέχνης. Πλατείες μικρές που θυμίζουν αλλοτινές εποχές, κτίσματα που αφηγούνται την ιστορία της πόλης. Όλα αποπνέουν την αίσθηση του πλούτου και της όμορφης ζωής που πέρασαν όσοι έζησαν εδώ τους περασμένους αιώνες. Το οδοιπορικό στην Παλιά Πόλη απαιτεί αρκετό χρόνο για να απολαύσει κανείς το μεγαλείο και τη λιτή ομορφιά του χώρου.

Η Ξάνθη και κυρίως η Παλιά Πόλη επελέγησαν κατά καιρούς για να πραγματοποιηθούν τα γυρίσματα σκηνών από διάφορες σειρές της τηλεόρασης όπως: Μη Μου Λες Αντίο (2004-ANT1), Αρχιπέλαγος (2004-ALPHA), Μαζί Σου (2007-MEGA), Ματωμένα Χώματα (2008-ALPHA), Το Κόκκινο Ποτάμι (2019,2022-OPEN), Ποίος Ήτον ο Φονεύς του Αδελφού Μου (2021-ΕΡΤ), αλλά και από ταινίες του κινηματογράφο όπως: Ο Θίασος (1975), Αυτή Η Νύχτα Μένει (1999), Ζίζοτεκ (2019).

Η Πλατεία Μητροπόλεως

Η Πλατεία Μητροπόλεως θεωρείται το κέντρο του παραδοσιακού οικισμού της παλιάς Ξάνθης, γύρω από την οποία υπάρχουν τα σημαντικότερα κτίσματα και στην οποία καταλήγουν οι βασικοί οδικοί άξονες. Στην Πλατεία Μητροπόλεως δεσπόζει ο Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, πολιούχου της πόλης, ο οποίος ανοικοδομήθηκε το 1839 χάρη στις προσπάθειες του Μητροπολίτη Ευγενίου και είναι τρίκλιτη βασιλική με τριώροφο καμπαναριό. Πρόκειται για λιθόκτιστο μονώροφο κτήριο με περίτεχνη ξυλοκατασκευή στη στέγη. Δίπλα από τον ναό βρίσκεται το Μητροπολιτικό Μέγαρο, το οποίο κτίστηκε το 1897 και ξεχωρίζει για την αρχιτεκτονική του δομή. Στεγάζει τα γραφεία της Ιεράς Μητρόπολης Ξάνθης και Περιθεωρίου και είναι συνολικής επιφάνειας 675 τ.μ. τριγυρισμένο από κήπο με κυπαρίσσια. Στην πλατεία βρίσκεται επίσης το Α' Δημοτικό Σχολείο, κτισμένο από τον καπνέμπορο Μιχαήλ Μεταξά Ματσίνη το 1840. Μέχρι το 1870 λειτούργησε ως Παρθεναγωγείο. Στην πλατεία Μητροπόλεως βρίσκεται επίσης και το Στάλιο Νηπιαγωγείο, που χτίστηκε το 1881 από τον Παναγιώτη Στάλιο έναν από τους μεγαλύτερους καπνέμπορους και οικονομικά ισχυρούς πολίτες της Ξάνθης. Πρόκειται για ένα κομψό κτίσμα σε σχέδια Ιταλού αρχιτέκτονα με νεοαναγεννησιακά πρότυπα.

Η Πλατεία Μητροπόλεως αποτελεί την κεντρική σκηνή των κυριοτέρων εκδηλώσεων κατά την περίοδο των Γιορτών Παλιάς Πόλης.

Το Παζάρι

Η ιστορία του παζαριού της Ξάνθης, χάνεται στα χρόνια της Οθωμανικής περιόδου. Ξεδιπλώνεται μέσα από τις πολλές και λεπτομερείς διηγήσεις των παλαιοτέρων καθώς και των ταξιδιωτών στη Θράκη, με τις πρώτες από αυτές να απαντώνται στον 15ο αιώνα. Μέσα από διάφορες μαρτυρίες, φαίνεται πως τα δομικά στοιχεία του παζαριού ανά τους αιώνες παρέμειναν ίδια. Άλλαξαν κατά περιόδους τα είδη των εμπορευμάτων, καθώς υπήρξε περίοδος που λειτουργούσε ως ζωαγορά και άλλη ως αγορά των παραγωγών οπωροκηπευτικών. Άλλαξαν επίσης η ημέρα και η τοποθεσία, καθώς μέχρι το 1920 το παζάρι γινόταν στη σημερινή κεντρική πλατεία, κάθε Κυριακή.

Το παζάρι της Ξάνθης σήμερα, είναι ένας από τους πιο σημαντικούς χώρους ανάπτυξης της υπαίθριας εμπορικής δραστηριότητας στη Βόρεια Ελλάδα. Γίνεται κάθε Σάββατο στην πλατεία Εμπορίου, από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το μεσημέρι. Στους πάγκους θα βρει κανείς ό,τι μπορεί να χρειάζεται ένα νοικοκυριό, από φρέσκα φρούτα και λαχανικά, ρούχα, παπούτσια μέχρι είδη υγιεινής και οικιακής χρήσης, κεντήματα, χαλιά, βότανα και μπαχαρικά. Προσελκύει όλο το χρόνο χιλιάδες επισκέπτες. Τουρίστες από τις βαλκανικές χώρες και κυρίως από τη γειτονική Βουλγαρία έρχονται όλο το χρόνο, ενώ ημερήσιες εκδρομές πραγματοποιούνται κάθε Σάββατο από τους όμορους νομούς αλλά και γενικότερα από νομούς της Βόρειας Ελλάδος. Η αρμονική συνύπαρξη Χριστιανών, Μουσουλμάνων, Ρομά και παλλινοστούντων εμπόρων και πελατών, συνθέτουν ένα ενδιαφέρον ανθρωπογεωγραφικό ψηφιδωτό.

Μουσεία

Λαογραφικό και Ιστορικό Μουσείο Ξάνθης

Ιδρύθηκε το 1975 από τη Φιλοπρόοδη Ένωση Ξάνθης (Φ.Ε.Ξ.) και στεγάζεται στο αρχοντικό Κουγιουμτζόγλου, στην παλιά πόλη της Ξάνθης. Το κτήριο, έκθεμα και το ίδιο, αποτελεί ιστορική μαρτυρία για την κοινωνική και οικονομική ζωή μιας πόλης που άκμασε στις αρχές του 20ού αιώνα. Αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα μιας συγκεκριμένης τυπολογίας κατοικιών που ξεκίνησαν να οικοδομούνται στην πόλη της Ξάνθης από το 1830 και μετά. Βρίσκεται στη βορεινή πλευρά του λόφου, πάνω στον οποίο είναι κτισμένη η παλιά πόλη της Ξάνθης, λίγα μέτρα πιο κάτω από την Πλατεία Μητροπόλεως. Το κτήριο αυτό καθεαυτό, χαρακτηρίζεται από την ορθογώνια κατασκευή του και είναι χωρισμένο σε δύο πανομοιότυπες κατοικίες. Κάθε μία έχει τη δική της ανεξάρτητη είσοδο, δύο ορόφους και ένα ημιυπόγειο και δίριχτη, κατά μήκος του κτηρίου, στέγη με κεραμίδια. Οι μόνιμες συλλογές συντηρήθηκαν με την, κατά 80%, συνδρομή των ευεργετών. Σήμερα, φιλοξενούνται εκθέσεις που παρουσιάζουν στοιχεία από τον δημόσιο και ιδιωτικό βίο, την κοινωνική, οικονομική, θρησκευτική ζωή της πόλης και της υπαίθρου των αρχών του 20ού αιώνα. Παράλληλα, λειτουργούν εργαστήρια και εκπαιδευτικά προγράμματα που δίνουν το στίγμα της νέας δημιουργίας στην πόλη. Το Λαογραφικό και Ιστορικό Μουσείο Ξάνθης είναι το ίδρυμα που απέκτησε, συντήρησε και ερευνά τα στοιχεία της νεότερης ιστορίας της πόλης.

                Το Λαογραφικό Μουσείο                                      Το Εκκλησιαστικό Μουσείο

Εκκλησιαστικό Μουσείο Ιεράς Μητροπόλεως Ξάνθης

Το Εκκλησιαστικό Μουσείο της Ιεράς Μητροπόλεως Ξάνθης και Περιθωρίου στεγάζεται στην ανατολική πτέρυγα της Μονής Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας, βορειοανατολικά της Ξάνθης. Η συλλογή του μουσείου συστάθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 από τον τότε Μητροπολίτη Ξάνθης Αντώνιο. Εκθέματα του μουσείου αποτελούν οι συλλογές από φορητές εικόνες, αργυρά λειτουργικά σκεύη, χειρόγραφα και έντυπα λειτουργικά βιβλία, αλλά και από κεντημένα λειτουργικά υφάσματα, καθώς και ξυλόγλυπτα. Τα εκθέματα χρονολογούνται από το τέλος της Βυζαντινής περιόδου μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα και παρουσιάζουν ένα πανόραμα της ιστορίας της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Τέχνης στην περιοχή της Θράκης.

Δημοτική Πινακοθήκη Ξάνθης «Χρήστος Παυλίδης»

Η Δημοτική Πινακοθήκη της Ξάνθης στεγάζεται στο αρχοντικό Καλεύρα η οικοδόμηση του οποίου τοποθετείται στα μέσα του περασμένου αιώνα. Αποτελεί ένα από τα εξαιρετικότερα δείγματα Δυτικομακεδονικής - Ηπειρωτικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής με κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα τα ξυλόγλυπτα ταβάνια, που είναι μοναδικά στην περιοχή. Βρίσκεται σε ένα από τα κεντρικότερα σημεία της Παλιάς Πόλης και από το 1993 είναι ιδιοκτησία του Δήμου. Η Δημοτική Πινακοθήκη ιδρύθηκε το 1997 και φέρει το όνομα «Χρήστος Παυλίδης» προς τιμήν του Ξανθιώτη ζωγράφου, 60 έργα από την προσωπική συλλογή του οποίου έγιναν δωρεά από τον ίδιο και την οικογένειά του και εκτίθενται σε μόνιμη βάση στον 1ο όροφο του κτηρίου. Οι δύο όροφοι του συμπεριλαμβανομένου και ενός ημιυπόγειου χώρου καλύπτουν επιφάνεια 675 τ.μ. και στη μόνιμη έκθεσή τους φιλοξενούν έργα ζωγράφων της πόλης. Επιπλέον, στον ίδιο χώρο φιλοξενούνται άλλες περιοδικές εκθέσεις.

Μουσείο Φυσικής Ιστορίας

Το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Ξάνθης, βρίσκεται στο παλιό χώρο του δασικού φυτωρίου, το οποίο δημιουργήθηκε από το Δασαρχείο Ξάνθης. Είναι στεγασμένο σε ένα πλούσια διακοσμημένο κτήριο και εκτίθενται μέσα χαρακτηριστικά δείγματα της χλωρίδας και της πανίδας του Νομού, καθώς και πετρώματα της ευρύτερης περιοχής. Η είσοδος του μουσείου, φτιαγμένη με πωρόλιθο και ασβεστόλιθο, εντυπωσιάζει και δίνει στον επισκέπτη την αίσθηση πως μπαίνει σε σπηλιά. Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι το εσωτερικό, όπου βρίσκονται ταριχευμένα πάνω από 80 είδη ζώων της περιοχής: αρκούδες, λύκοι, όρνια, αετοί, αγριόγατες, ερπετά και δεκάδες άλλα.

Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης

Το Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης είναι ένας μη κυβερνητικός και μη κερδοσκοπικός φορέας που δραστηριοποιείται στον χώρο του πολιτισμού και της εκπαίδευσης. Ιδρύθηκε το 1998 με πρωτοβουλία της κυρίας Βιργινίας Τσουδερού αποβλέποντας στην ευρύτερη ανάδειξη του πολιτισμικού κεφαλαίου της περιοχής, με παράλληλη ανάπτυξη υποδομών και ανθρώπινου δυναμικού. Στο διάστημα λειτουργίας του, εξελίχθηκε σε πρότυπο πολιτισμικής οντότητας με την αξιοποίηση, υποδειγματική αναστήλωση και διαχείριση διατηρητέων μνημείων, με ιστορικό και αισθητικό ενδιαφέρον, της βιομηχανικής κληρονομιάς.

Οι ποικίλες δράσεις του Ιδρύματος (μονάδα συντήρησης πολιτιστικών τεκμηρίων, τμήματα εκπαίδευσης, εκθέσεις, διαλέξεις) στεγάζονται σε συγκροτήματα της περιοχής των καπναποθηκών με συνολική έκταση στην παρούσα φάση πλέον των 2.000 τ.μ.. Επίσης, σχεδιάζεται η αποκατάσταση του περιβλήματος και η μερική εσωτερική διαρρύθμιση των εσωτερικών χώρων της Καπναποθήκης «Π», επί της οδού Καπνεργατών. Οι εκθέσεις καταξιωμένων καλλιτεχνών, οι διαλέξεις διακεκριμένων ομιλητών, οι συναυλίες, τα πολυθεματικά σεμινάρια, οι ευκαιρίες ανάδειξης και προβολής Θρακιωτών δημιουργών, οι οργανωμένες παρεμβάσεις σε μειονεκτούσες πληθυσμιακές ομάδες, οι δραστηριότητες βασισμένες σε επεξεργασμένες παιδαγωγικές παρεμβάσεις, το εμπλουτισμένο μαθησιακό περιβάλλον και οι παράλληλες δράσεις στα τμήματα εκπαίδευσης, προσδιορίζουν την ταυτότητα του Ιδρύματος. Στόχος των δράσεων είναι η προαγωγή της πολιτισμικής μνήμης, η δημιουργική έκφραση της φαντασίας, η ανάπτυξη της κριτικής και αναστοχαστικής σκέψης, η διάδοση των τοπικών παραδόσεων και του πολιτισμού σε όλη τη Θράκη, η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και η δημιουργία πολιτισμικού κεφαλαίου. Το Ίδρυμα, παρά τη δυσμενή οικονομική συγκυρία, συνεχίζει τις δράσεις του, αποτελώντας σημείο αναφοράς για τον πολιτισμό και την παράδοση στην πόλη της Ξάνθης, αλλά και ευρύτερα στη Θράκη.

Μουσείο Ιστορίας της Ελληνικής Ενδυμασίας

Το Μουσείο Ιστορίας της Ελληνικής Ενδυμασίας ιδρύθηκε το 2009 και στεγάζεται σε ένα αναπαλαιωμένο παραδοσιακό κτήριο εξαιρετικής αρχιτεκτονικής με νεοκλασικό διάκοσμο, το οποίο ανήκει στο Λύκειο Ελληνίδων Ξάνθης. Εκθέματα του Μουσείου είναι η περιουσία του συλλόγου στα 40 και πλέον χρόνια από την ίδρυσή του: παραδοσιακές φορεσιές με έμφαση σ’ αυτή της Θράκης, αυθεντικές ή πιστά αντίγραφα μαζί με τα κοσμήματά τους, που καλύπτουν μια περίοδο από τον 15ο αιώνα μέχρι σήμερα. Σκοπός του μουσείου είναι η ανάδειξη και η προβολή της πλούσιας ελληνικής φορεσιάς.

Μουσείο Καπνού

Το κτήριο που θα στεγασθεί το Μουσείο Καπνού Ξάνθης είναι ιδιοκτησίας της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και από το 1992 έχει χαρακτηρισθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού ως έργο τέχνης και ιστορικά διατηρητέο μνημείο. Τον Απρίλιο του 2001 καταστράφηκε από εμπρησμό, αλλά με προσπάθειες του Νομαρχιακού Διαμερίσματος Ξάνθης προχώρησε και ολοκληρώθηκε η Α' φάση αποκατάστασης του κτηρίου. Στη συνέχεια ξεκίνησε η εκπόνηση ειδικής μελέτης εφαρμογής (αρχιτεκτονικής εσωτερικών χώρων, φωτισμού, ηλεκτρισμού κ.λπ.) ώστε το κτήριο να μετατραπεί σε εκθεσιακό χώρο. Η μελέτη αυτή δεν ολοκληρώθηκε και το 2013 συνεχίστηκε αφού εξασφαλίστηκαν οι πιστώσεις. Η ειδική μελέτη εφαρμογής είναι τώρα στη φάση ολοκλήρωσής της παράλληλα με την έκδοση οικοδομικής άδειας. Συγχρόνως μέσω προγραμματικής σύμβασης με το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης για την εκπόνηση του ερευνητικού προγράμματος με τίτλο «Συγκρότηση Συλλογής και Μουσειολογική-Μουσειογραφική έρευνα-μελέτη για το Μουσείο Καπνού Ξάνθης». Το Μουσείο Καπνού θα έχει ως στόχο την ανάδειξη της κοινωνικής ζωής της Ξάνθης και των ανθρώπων της, όπως αυτά συνδέονται με την καλλιέργεια, την παραγωγή, την επεξεργασία και την εμπορία του καπνού. Η λειτουργία του δε θα έχει ως στόχο την απλή παρουσίαση εκθεσιακών τεκμηρίων, αλλά την αναζήτηση, πίσω από αυτά, ιστοριών που ζωντανεύουν και ενεργοποιούν τη συλλογική μνήμη των κατοίκων της Ξάνθης και τη φαντασία των επισκεπτών της.

Πολυχώρος Τέχνης και Σκέψης «Οικία Μάνου Χατζιδάκι»

Στολίδι της Παλιάς πόλης της Ξάνθης αποτελεί το σπίτι του Έλληνα μουσικοσυνθέτη Μάνου Χατζιδάκι. Μετράει 130 χρόνια ζωής, κατά τη διάρκεια των οποίων κατάφερε να βγει αλώβητο από πολέμους και πυρκαγιές. Εκεί, από το 1925 ως το 1932, ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης έκανε τα πρώτα του βήματα στη ζωή και τη μουσική. Στο πιάνο, που υπήρχε στον χώρο, έκανε τα πρώτα του μαθήματα με τη διεθνούς φήμης Αρμένισσα δασκάλα πιάνου, Άννα Αλτουνιάν. Το αρχοντικό οικοδομήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα την περίοδο ακμής της πόλης, την «Μπελ Επόκ» της Ξάνθης, που με επίκεντρο τον καπνό η πόλη έγινε διεθνές κέντρο παραγωγής και διαμετακομιστικού εμπορίου. Η θέση του κτηρίου είναι σημαντική καθώς προβάλλεται σε έναν από τους πιο πολυσύχναστους δρόμους της πόλης, την οδό Βενιζέλου, ορίζοντας μαζί και με άλλα γειτονικά κτήρια το όριο μεταξύ του ιστορικού κέντρου της πόλης και του νεότερου τμήματός της. Πρόκειται για κτήριο εξαιρετικά μεγάλων διαστάσεων, το οποίο αναπτύσσεται σε τέσσερις στάθμες. Η συνολική επιφάνεια του κτηρίου είναι 1.492 τ.μ. και είναι ιδιοκτησία της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Κατά τη διάρκεια των εργασιών αποκατάστασης αποκαλύφθηκαν πολύ σημαντικές τοιχογραφίες και οροφογραφίες στο εσωτερικό του κτηρίου. Η ποιότητα του ζωγραφικού διακόσμου, καταδεικνύει ότι φιλοτεχνήθηκε από σημαντικά συνεργεία καλλιτεχνών. Τα στοιχεία των ζωγραφικών παραστάσεων ακολουθούν και τονίζουν τις διατάξεις των χώρων, κλασσικό στοιχείο της γαλλικής τεχνοτροπίας (18ος - 19ος αιώνας).

Ιδιοκτήτης του κτηρίου ήταν ο Εβραίος Ισαάκ Ντανιέλ, γνωστός στην Ξάνθη και ως Σαρκούτσος. Η οικογένεια Ντανιέλ, τα μέλη της οποίας κατάγονταν από τις Σέρρες, ήταν η σημαντικότερη εβραϊκή οικογένεια στο καπνεμπόριο και στις τραπεζικές εργασίες στην Ξάνθη μέχρι το τέλος της Οθωμανικής περιόδου. Επιπλέον, ο Ισαάκ Ντανιέλ ασχολούνταν με ασφάλειες ζωής και πυρός, αντιπροσωπεύοντας την εταιρεία Union de Paris ενώ παράλληλα ήταν και έμπορος καπνών σε φύλλα. Λόγω του μεγέθους και της επιβλητικότητας του αρχοντικού, αποκαλείτο από τους Ξανθιώτες «La Grande Maison». Η κατοικία του ήταν στον πρώτο και δεύτερο όροφο ενώ στο ισόγειο ήταν το γραφείο του καθώς και καταστήματα προς ενοικίαση. Το μέγαρο μετά τον θάνατο του Ισαάκ Ντανιέλ το 1924, περιέρχεται στους κληρονόμους του, οι οποίοι το νοικιάζουν. Ο Γεώργιος Χατζιδάκις, πατέρας του Μάνου, νοίκιασε το 1925 τον δεύτερο όροφο. Το 1932 το κτήριο και τα οικόπεδα κατάσχονται από το Ελληνικό Δημόσιο, λόγω χρεών από φόρους κληρονομιάς. Το κτήριο χρησιμοποιήθηκε από το 1932 μέχρι το 1941 από την Οικονομική Εφορεία Ξάνθης και έτσι πήρε το όνομα «Μέγαρο Δημοσίων Οικονομικών». Τον Απρίλιο του 1945 το κτήριο κατελήφθη από τον Ελληνικό Στρατό και χρησιμοποιήθηκε έως το 2000 για διάφορες στρατιωτικές υπηρεσίες μένοντας γνωστό ως Φρουραρχείο Ξάνθης. Στη συνέχεια περιήλθε στη Νομαρχία Ξάνθης, αναπαλαιώθηκε εξαιρετικά και λειτουργεί πλέον ως Πολυχώρος τέχνης και σκέψης.

 

Ιστορία

Αρχαίοι χρόνοι

Για το όνομα της πόλης υπάρχουν δύο απόψεις: η πρώτη, πως Ξάνθη ονομαζόταν μία από τις κόρες του Ωκεανού και της Τηθύος και η δεύτερη, πως προέρχεται από μία αμαζόνα που είχε το όνομα Ξάνθη και βασίλευε τότε στην περιοχή. Κατά μία άλλη εκδοχή, η ονομασία της πόλης προέρχεται από ένα άλογο του Διομήδη, τον Ξάνθο.

Ιστορικά, η περιοχή κατοικείται από τους Νεολιθικούς χρόνους, όπως μαρτυρούν και τα αρχαιολογικά ευρήματα που αποκαλύφθηκαν στην πεδιάδα της Ξάνθης. Από τον 11ο π.Χ. αιώνα άρχισε η εγκατάσταση των θρακικών φυλών.

Οι πρώτες αναφορές, την περίοδο των αρχαίων χρόνων, κάνουν λόγο για ένα χωριό που βρισκόταν στο πέρασμα του ποταμού Κοσσινίτη-Κοσύνθου, ακριβώς στην είσοδο της χαράδρας προς το εσωτερικό της ορεινής περιοχής. Το χωριό αυτό στα αρχαιοθρακικά ονομαζόταν Πάρα (το) και σήμαινε το πέρασμα, διάβαση. Είχε δηλαδή την ίδια έννοια με το νοτιοελληνικό πόρος: διάβαση. Με την πάροδο του χρόνου το όνομα του χωριού αυτού ενώθηκε με το άρθρο «το» και έτσι μετονομάσθηκε σε Τόπαρα ή Τόπειρος με την ίδια πάντα σημασία. Με τη διέλευση της Εγνατίας οδού μέσα από το χωριό αυτό (100 π.Χ.) το Τοπάρα αναπτύχθηκε σε πλούσια πόλη και ακμαία, «ελεύθερη» με δικά της νομίσματα (2ος αιώνας μ.Χ.).

Την εποχή του Χαλκού η περιοχή δέχεται επιδράσεις από την Τροία, τη Λέσβο και τη Λήμνο. Σύμφωνα με τον Όμηρο, οι Θράκες είναι καλοί πολεμιστές, με γυμνασμένα άλογα και αξιόλογη μεταλλουργία χρυσού και αργύρου.

Από τον 7ο αιώνα π.Χ., που ιδρύεται η αποικία των Αβδήρων, ως το 330 μ.Χ., που αρχίζει η Βυζαντινή περίοδος, έχουμε τη διαμόρφωση νέας κατάστασης ακμής. Σημαντικό ρόλο παίζουν τα Άβδηρα και άλλες αποικίες που διευκολύνουν τη διείσδυση του Ελληνικού πολιτισμού και τον εξελληνισμό των Θρακών. Τον 8ο αιώνα μ.Χ. η πόλη καταστράφηκε, άγνωστο αν αυτό συνέβη από σεισμό ή βαρβαρικές επιδρομές, όμως ξανακτίσθηκε. Άλλαξε όνομα και μετονομάσθηκε σε (λατινικό) Ρούσιο (ίσως γιατί νόμισαν ότι η ονομασία Τόπειρος προερχόταν από το Τόπυρος που σημαίνει το πύρινο).

Από ιστορικής πλευράς, η πρώτη γραπτή αναφορά στην πόλη γίνεται τον 3ο π.Χ. αιώνα από τον Εκαταίο τον Αβδηρίτη, όπου στο έργο του «Περί Υπερβορείων» αναφέρει τους ντόπιους ως «Ξάνθιους». Η πόλη Ξάνθεια, που ταυτίζεται πιθανώς με τη σημερινή Ξάνθη, μνημονεύεται τον 1ο π.Χ. αιώνα από τον Στράβωνα ως μία από τις πόλεις των Κικόνων: «Μετά δε την ανά μέσον λίμνην (Βιστονίδα) Ξάνθεια, Μαρώνεια και Ίσμαρος...». Επειδή η πόλη δεν αναφέρεται από άλλη μεταγενέστερη αρχαία πηγή, εικάζεται ότι ίσως να μην κατάφερε να επιβιώσει στα ρωμαϊκά χρόνια και εγκαταλείφτηκε από τους κατοίκους της. Ωστόσο, φαίνεται πως ξανακατοικήθηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα, όταν οι συχνές βαρβαρικές επιδρομές εξανάγκασαν τους πληθυσμούς να μετακινηθούν, για μεγαλύτερη ασφάλεια, προς τα ορεινή μέρη.

Η βυζαντινή Ξάνθεια

Ως Ξάνθεια μαρτυρείται επίσης και το έτος 879 μ.Χ. όταν ο επίσκοπος Ξάνθειας Γεώργιος, αναφέρεται να συμμετέχει στην Δ΄ Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης (εν Αγία Σοφία) που συγκάλεσε ο Μέγας Φώτιος. Στην ίδια Σύνοδο παρέστησαν από την περιοχή του σημερινού Νομού Ξάνθης οι επίσκοποι Περιθεωρίου, Πολυστύλου (Αβδήρων) και Πόρων (σημερινό Πόρτο Λάγος). Η συμμετοχή της Ξάνθειας στη Σύνοδο φανερώνει ότι, ήδη, κατά τον 9ο αιώνα μ.Χ. όταν απέκτησε επισκοπή και καθ' όλη τη διάρκεια της βυζαντινής ιστορίας, η πόλη αποτελούσε σημαντικό κέντρο.

Η επισκοπή της Ξάνθειας λόγω αύξησης του πληθυσμού της προήχθη σε αρχιεπισκοπή γύρω στο 1300 και ακολούθως κατά τα έτη 1341 - 1345 αναδείχθηκε σε μητρόπολη.

Η πόλη αποτέλεσε σταθμό της εκστρατείας του Ανδρόνικου Γ΄ του Παλαιολόγου το 1327 κατά τον βυζαντινό εμφύλιο πόλεμο που επικρατούσε εκείνη την εποχή. Αυτήν την περίοδο, κατά το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα, ο μέχρι τότε μικρός και χωρίς οχύρωση οικισμός μετατρέπεται σε αστικό, οχυρωμένο κέντρο βαρύνουσας στρατηγικής σημασίας, καθώς έχει τον έλεγχο των φυσικών οδών επικοινωνίας με το εσωτερικό της Βαλκανικής χερσονήσου. Στις πηγές χαρακτηρίζεται ως πόλις και παρουσιάζεται δίπλα σε μία περιοχή ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένη, κατειλημμένη από σημαντικό αριθμό χωριών και κωμοπόλεων. Η Ξάνθεια αποτέλεσε στο εξής μία πόλη-φρούριο που βρισκόταν στο κέντρο σημαντικού αριθμού χωριών και άλλων συγκεντρώσεων και αποτελούσε το φυσικό σημείο άμυνας και προσανατολισμού τους.

Νεότερα χρόνια

Η Ξάνθη καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς το 1375. Στο τέλος του 14ου αιώνα αρχίζει ο εποικισμός της περιοχής με μουσουλμάνους και ο εξισλαμισμός των ορεινών περιοχών του νομού. Στα μέσα του 17ού αιώνα η Ξάνθη περιγράφεται αναλυτικά από τον Οθωμανό περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή.

Κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 η Θράκη δε μένει αμέτοχη. Οι Ξανθιώτες συμμετείχαν στων αγώνα για την ανεξαρτησία με κυριότερο οπλαρχηγό τον καπετάν Γεώργιο Δημητρίου. Η επανάσταση εδώ ωστόσο γρήγορα καταπνίγεται, αφού η Θράκη βρισκόταν κοντά στο κέντρο της δύναμης των Οθωμανών.

Η άνθηση της πόλης επήλθε τον 18ο με 19ο αιώνα, οπότε και η πόλη γίνεται γνωστή για τον καπνό της. Την αποκαλούσαν και Μικρό Παρίσι, εξαιτίας του πλούτου που είχε εκείνη την εποχή. Την οικονομική άνθηση της πόλης σταμάτησαν η Ελληνική Επανάσταση, κατά την οποία πολλοί Ξανθιώτες συνελήφθησαν και φυλακίσθηκαν (μεταξύ των οποίων και ο τότε μητροπολίτης Σεραφείμ) και οι δυο αλλεπάλληλοι σεισμοί το 1829 (Μάρτιο και Απρίλιο) που ισοπέδωσαν την πόλη και τα χωριά της περιοχής. Την περίοδο εκείνη πολλοί κάτοικοι αναγκάστηκαν να καταφύγουν νοτιότερα ιδρύοντας τη Γενισέα, που ονομάστηκε Γενιτσέ Κζαντέ, δηλαδή: Νέα Ξάνθη, ενώ η παλιά πόλη κράτησε την ονομασία Εσκιτζέ Κζαντέ, δηλαδή: Παλιά Ξάνθη, (εξ ού και η ονομασία Ισκέτσε στα τούρκικα).

Η πρώτη φάση οικοδόμησης της σημερινής Παλιάς Πόλης, διατηρώντας μεγάλο μέρος του παλαιότερου πολεοδομικού ιστού, εκτιμάται ότι έγινε μεταξύ 1830-1845 με οικοδόμους από τη Δυτική Μακεδονία και την Ήπειρο. Μετά την καταστροφή της Γενισέας το 1870 ξεκινά η δεύτερη φάση οικοδόμησης της πόλης, καθώς πολλοί Ξανθιώτες που είχαν εγκατασταθεί εκεί το 1829 άρχισαν να επιστρέφουν. Η πόλη γίνεται το διοικητικό κέντρο της περιοχής ενώ το 1891 με την ολοκλήρωση της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης - Κωνσταντινούπολης, αρχίζει μια σειρά μεγάλων αλλαγών για το εμπόριο και την οικονομία που οδήγησαν στον εκσυγχρονισμό της πόλης και έδωσαν στην Ξάνθη τα αστικά χαρακτηριστικά μιας ευρωπαϊκής πόλης.

Την περίοδο 1870-1910 στην πόλη αναπτύχθηκε έντονη οικονομική δραστηριότητα και καταγράφεται οικονομική άνθηση. Η ανοικοδόμησή της συνεχίζεται αδιάλειπτα, για να διακοπεί απότομα το 1912 με την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων.

Βαλκανικοί Πόλεμοι

Κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, η Ξάνθη καταλαμβάνεται από τις βουλγαρικές συμμαχικές δυνάμεις, στις 8 Νοεμβρίου 1912 και ελευθερώνεται από τους Τούρκους. Τα βουλγαρικά στρατεύματα όμως, γρήγορα θα μετατραπούν σε στρατεύματα κατοχής και θα ξεκινήσει για την Ξάνθη η πρώτη Βουλγαρική Κατοχή. Οι Βούλγαροι καταστρέφουν ναούς, σχολεία και σπίτια. Λεηλατούν τα μοναστήρια αρπάζοντας τα ιερά κειμήλια και τους κώδικες και τα μεταφέρουν στη Σόφια, όπου βρίσκονται μέχρι και σήμερα. Στους 8 μήνες Βουλγαροκρατίας φονεύονται πολλοί κάτοικοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο νεαρός κουρέας Ιωάννης Αντίκας, ο οποίος συνελήφθη από τους Βούλγαρους, φυλακίστηκε και βασανίστηκε μέχρι θανάτου ως αντίποινα για τη δολοφονία ενός Βούλγαρου πράκτορα. Ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος θα λήξει με την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης του Λονδίνου, στις 17 Μαΐου 1913, με την οποία η Θράκη και η Ανατολική Μακεδονία θα παραμείνουν υπό βουλγαρική κατοχή.

Με το ξέσπασμα του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, η Ξάνθη απελευθερώνεται για πρώτη φορά από τον ελληνικό στρατό στις 13 Ιουλίου 1913. Ωστόσο η απελευθέρωση θα κρατήσει μόλις 15 ημέρες, αφού με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, που υπεγράφη στις 28 Ιουλίου, όλη η Θράκη αποδίδεται στη Βουλγαρία και ο ελληνικός στρατός υποχρεώνεται μέχρι τις 10 Αυγούστου να εγκαταλείψει αυτά τα εδάφη. Η δεύτερη Βουλγαρική Κατοχή αποδείχτηκε ιδιαίτερα οδυνηρή. Με τη βεβαιότητα της μόνιμης και νομότυπης παρουσίας, η Βουλγαρία συνέχισε και ενέτεινε την πολιτική της εθνοκάθαρσης. Πολλοί κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και μετακινήθηκαν σε περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας. Όσοι αντιστεκόταν, φυλακίζονταν και η περιουσία τους δημευόταν, ενώ πολλοί εξορίστηκαν στη Βουλγαρία. Στη διάρκεια της δεύτερης Βουλγαρικής Κατοχής κλάπηκαν από τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό, και κρατούνται έως σήμερα στη Βουλγαρία, τα κειμήλια από τη Μονή Παναγίας Καλαμούς και τη Μονή Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας. Μάλιστα 33 μοναχοί της Μονής Παναγίας Καλαμούς αποτέλεσαν θύματα των θηριωδιών των Βουλγάρων κατακτητών κατά την περίοδο της κατοχής 1913-1919 καθώς εκτελέστηκαν από τον βουλγαρικό κατοχικό στρατό.

Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και Απελευθέρωση

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος θα φέρει ξανά την Ελλάδα και τη Βουλγαρία αντιμέτωπες σε διαφορετικά στρατόπεδα. Το τέλος του πολέμου θα βρει την Ελλάδα στο πλευρό των νικητών και η Θράκη τίθεται υπό διασυμμαχικό έλεγχο. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1919, το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο αποφάσισε την παραχώρηση ολόκληρης της Θράκης στην Ελλάδα. Τη συμμαχική απόφαση ανέλαβε να υλοποιήσει ο Γάλλος στρατηγός Φρανσέ Ντ’ Εσπρέ, αρχηγός των συμμαχικών δυνάμεων στο Μακεδονικό Μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Ντ’ Εσπρέ διέταξε τότε τον στρατηγό Σαρλ Σαρπί να εποπτεύσει με τις δυνάμεις του την είσοδο των ελληνικών δυνάμεων στη Θράκη, με πρώτο σταθμό την Ξάνθη.

Η οριστική απελευθέρωση από τους Βούλγαρους έλαβε χώρα το πρωινό της 4ης Οκτωβρίου 1919. Ο ελληνικός στρατός με τον Στρατηγό Γεώργιο Λεοναρδόπουλο και την 9η Μεραρχία, παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, ξεκινά από το Παρανέστι και περνώντας από τη Σταυρούπολη και τους Τοξότες, μπαίνει θριαμβευτικά στην πόλη της Ξάνθης στις 10:30 το πρωί. Επικεφαλής των στρατευμάτων ήταν ο Ξανθιώτης Ανθυπολοχαγός Μηχανικού, Γαβριήλ Λαδάς. Ο σημαιοφόρος Εύζωνας, Τσίκος Γεώργιος, από τα Πράμαντα Ιωαννίνων, υψώνει για πρώτη φορά την ελληνική σημαία στο ρολόι της πόλης. Οι μουσουλμάνοι της Ξάνθης υποδέχτηκαν κι εκείνοι με ενθουσιασμό τον ελληνικό στρατό, καθαίρεσαν τον μουφτή που είχαν ορίσει οι Βούλγαροι και ζήτησαν να υπαχθούν στην ελληνική διοίκηση. Η Ξάνθη, έπειτα από 544 χρόνια τουρκικού ζυγού και βουλγαρικής κατοχής ήταν πάλι ελεύθερη και ελληνική. Η Συνθήκη του Νεϊγύ (27 Νοεμβρίου 1919) θα σφραγίσει αυτήν την επιτυχία καθώς η Βουλγαρία υποχρεώνεται να παραχωρήσει στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων τη Δυτική Θράκη, χάνοντας οριστικά και την έξοδό της στο Αιγαίο. Η ωμή και βίαιη εθνοκάθαρση που άγγιξε τα όρια της γενοκτονίας και που εφαρμόστηκε σε βάρος των Ελλήνων, καθώς κι ο αθρόος εποικισμός Βουλγάρων, άλλαξαν ριζικά τον εθνογραφικό χάρτη της πόλης.

Ως τον Μάιο του 1920, στην Ξάνθη και στη Θράκη έχουμε μια περίοδο διασυμμαχικής κατοχής υπό γαλλική διοίκηση με την παρουσία της ελληνικής μεραρχίας που εγγυόταν την ασφάλεια του πληθυσμού. Παράλληλα ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Χαρίσιος Βαμβακάς στο διπλωματικό πεδίο δίνουν σκληρούς αγώνες, ώσπου να κατακυρωθεί η Δυτική Θράκη στην Ελλάδα. Στις 14 Μαΐου 1920, ο ελληνικός στρατός με ορμητήριο την Ξάνθη απελευθερώνει και την υπόλοιπη Δυτική Θράκη. Η πλήρης ενσωμάτωση της Ξάνθης και όλης της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα επήλθε με τη Συνθήκη των Σεβρών, στις 28 Ιουλίου 1920. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, ο πληθυσμός ενισχύεται με πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη).

Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και Κατοχή

Στις παραμονές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου η Ξάνθη είχε 32.000 κατοίκους και ήταν έβδομη σε πλούτο στην Ελλάδα. Η προοδευτική της πορεία διακόπτεται με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου 1936 και με τον πόλεμο. Οι κάτοικοι της περιοχής, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, αντιστάθηκαν ηρωικά στους Γερμανούς εισβολείς στα οχυρά του Εχίνου. Οι Γερμανοί εισήλθαν στην πόλη της Ξάνθης στις 8 Απριλίου 1941 και παρέμειναν έως τις 20 Απριλίου οπότε και την παρέδωσαν στους Βούλγαρους, πέρα από κάθε κανόνα διεθνούς δικαίου, αφού η Ελλάδα δε βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τη Βουλγαρία. Στις 3 Μαΐου 1941 με απόφαση της βουλγαρικής κυβέρνησης συστάθηκε η Διοίκηση του Αιγαίου ως νέα διοικητική περιφέρεια της Βουλγαρίας με πρωτεύουσα την Ξάνθη. Στις 14 Μαΐου 1941 η Βουλγαρία ανακοίνωσε επίσημα την προσάρτηση των κατακτημένων περιοχών θεωρώντας την οριστική.

Η τρίτη Βουλγαρική Κατοχή αποδείχτηκε κατά πολύ σκληρότερη αυτής των Γερμανών. Η τελευταία ευκαιρία που είχαν οι Βούλγαροι για να περάσει οριστικά η Θράκη στα χέρια τους και να αποκτήσουν την πολυπόθητη έξοδο στο Αιγαίο, δεν έπρεπε να χαθεί. Κατέλαβαν βίαια τα δημόσια κτήρια, εκδίωξαν όλους τους Έλληνες υπαλλήλους και ανέλαβαν τη διοίκηση. Οι Μητροπολίτες ειδοποιήθηκαν να διατάξουν την άμεση εξάλειψη των ελληνικών επιγραφών από τους ναούς και να μνημονεύουν στο εξής στις θείες λειτουργίες τον Βασιλιά Βόρις και τον Βούλγαρο Έξαρχο ενώ υποχρέωναν τους κατοίκους να συμμετέχουν σε κάθε εθνική, θρησκευτική και βασιλική βουλγάρικη γιορτή και επέτειο. Ταυτόχρονα τέθηκε σε εφαρμογή το συστηματικό σχέδιο βουλγαροποίησης του πληθυσμού και της περιοχής:

     - Επιβλήθηκε η χρησιμοποίηση της βουλγαρικής γλώσσας στις επιγραφές των καταστημάτων.

     - Καθορίστηκε ως μοναδική γλώσσα συνεννοήσεως με τις αρχές η βουλγαρική. Όσοι τολμούσαν να μιλήσουν ελληνικά τους επεβάλλετο πρόστιμο ή ξυλοκοπούνταν.

     - Έκλεισαν όλα τα ελληνικά σχολεία, στη θέση των οποίων θα λειτουργούσαν βουλγαρικά.

     - Δόθηκε διαταγή να εφοδιαστούν όλα τα καταστήματα και τα σπίτια με βουλγαρικές σημαίες.

     - Οι ελληνικές ονομασίες πόλεων, χωριών και οδών αντικαταστάθηκαν με βουλγαρικές. Τα περισσότερα ηρώα και μνημεία καταστράφηκαν, ενώ στα υπόλοιπα σβήστηκαν οι ελληνικές επιγραφές.

               Ο ΕΛΑΣ εισέρχεται στην Ξάνθη.                                 Tο εβραϊκό νεκροταφείο της Ξάνθης

Ανάλογη ήταν και η μοίρα της εβραϊκής κοινότητας της Ξάνθης. Από το 1941 οι Εβραίοι υποχρεώθηκαν να φέρουν το διακριτικό σήμα της θρησκείας τους - το κίτρινο αστέρι του Δαβίδ - ενώ τους απαγόρευσαν να είναι έμποροι και βιομήχανοι. Τα μεσάνυκτα της 4ης Μαρτίου 1944, οι Βούλγαροι συνέλαβαν τους 550 Εβραίους της πόλης και τους συγκέντρωσαν σε μία καπναποθήκη της οδού Σαλαμίνος. Μόνο 6 μπόρεσαν να διαφύγουν. Στις 18 και 19 Μαρτίου 1944, άρχισε η μεταφορά τους μέσω Βουλγαρίας, προς τα στρατόπεδα των Ναζί όπου όλοι βρήκαν τραγικό θάνατο στα κρεματόρια. Οι Βούλγαροι επιδόθηκαν σε λεηλασία των εβραϊκών σπιτιών και καταστημάτων ενώ καταπάτησαν αντίστοιχες ιδιοκτησίες. Η καταστροφή της εβραϊκής κοινότητας ήταν ολοκληρωτική αφού κανένας δεν επέστρεψε στην Ξάνθη και οι ελάχιστοι επιζήσαντες εγκαταστάθηκαν σε άλλες πόλεις. Η συναγωγή της Ξάνθης χτίστηκε το 1926 στη συμβολή των οδών Χατζησταύρου και Ανατολικής Θράκης. Μετά την Κατοχή χρησιμοποιήθηκε για Κατηχητικό και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε. Πουλήθηκε και κατεδαφίστηκε το 1995.

Οι Βούλγαροι άρχισαν να εγκαταλείπουν την Ξάνθη τον Σεπτέμβριο του 1944 προχωρώντας σε αρπαγές και λεηλασίες των ελληνικών περιουσιών. Η τελευταία πράξη του δράματος παίχτηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1944 στο χωριό Καρυόφυτο, όπου οι Βούλγαροι σκότωσαν τον άμαχο πληθυσμό του χωριού με απίστευτη θηριωδία. Η συμπεριφορά των Βουλγάρων αποτέλεσε μια μελανή σελίδα στις σχέσεις Ελλάδας-Βουλγαρίας και μια φρικτή ανάμνηση στη συλλογική μνήμη των κατοίκων της Θράκης εξαιτίας της βαρβαρότητάς τους, του ρεβανσισμού που επέδειξαν και της αρπακτικότητάς τους.

Σημερινή Ξάνθη

Στις αρχές της δεκαετίας του '70 η παρουσία του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και του Δ’ Σώματος Στρατού τονώνουν την περιοχή. Από το 2000 κι έπειτα, παρατηρείται έντονη πολεοδομική δραστηριότητα, αποτέλεσμα της ανάγκης στέγασης χιλιάδων φοιτητών στις πανεπιστημιακές σχολές της πόλης. Η Ξάνθη επεκτείνεται κυρίως δυτικά προς την περιοχή της Χρύσας, αλλά και προς τα νότια αυτής. Η αρχή έγινε με τον συνοικισμό που οικοδομήθηκε το 1959-1960, καθώς η τότε κυβέρνηση σκόπευε στη διάθεση των κτηρίων σε κατοίκους της πόλης. Ο συνοικισμός, γνωστός σαν «Παλιές Εργατικές Κατοικίες», περικλείεται από τις οδούς Απόλλωνος, Θεοδώρου Δούκα, Πιαλόγλου και Αλικαρνασσού.


<- πίσω