Η ΜΠΟΥΝΤΒΑ

Στη Μπούντβα υπάρχει μεγάλη ποικιλία αρχαιολογικών αποδεικτικών στοιχείων που τοποθετούν την Βουθόη στους αρχαιότερους αστικούς οικισμούς της Αδριατικής Θάλασσας. Σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία παρέχονται από ιστορικές αναφορές που χρονολογούνται από τον 5ο αιώνα π.Χ. και παρατίθενται παρακάτω.

Στις Βάκχες του Ευριπίδη αναφέρεται ότι ο Διόνυσος αποφάσισε να εξορίσει τον ιδρυτή και Βασιλιά της Θήβας, τον Κάδμο, και αυτός, αναζητώντας μία τοποθεσία για εκείνον και τη γυναίκα του Αρμονία, πήγε και ίδρυσε τη Βουθόη στην Ιλλυρία.

Στον Περίπλου του Ψευδο-Σκύλακα, κατά το 330 π.Χ. αναφέρεται ότι η Βουθόη βρίσκεται νότια από τον Αρίωνα ποταμό, σε μισή ημέρα απόσταση, στον Ριζούντα ποταμό, εκεί που είναι οι τάφοι του Κάδμου και της Αρμονίας και στη συνέχεια σε τρεις ημέρες πλου, είναι η Ελληνική πόλη Επίδαμνος (το σημερινό Δυρράχιο).

Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος το 2ο αιώνα μ.Χ. την αναφέρει ως Βουλούα ή Βουτούα, νότια από τον Ριζονικό κόλπο και βόρεια από το Ουλκίνιο.

Το 2ο αιώνα γράφει και ο Ηρωδιανός: «Βουθόη, πόλις Ιλλυριδίς, ως Φίλων, δια το Κάδμον επί ζεύγους βοών οχούμενον ταχέως ανύσαι την ες Ιλλυριούς οδόν, οι δε τον Κάδμον από της Αιγυπτίας Βουτούς ονομάσαι αυτήν και παραφθαρείσαν καλείσθαι Βουθόην».

Ο Στέφανος ο Βυζάντιος, στο βιβλίο του «Περί πόλεων» του 5ου αιώνα, καταρχήν αναφέρει σχεδόν το ίδιο κείμενο, δηλαδή ότι η Βουθόη, σύμφωνα με τον Φίλωνα, ονομάστηκε έτσι επειδή ο Κάδμος ανέβηκε γρήγορα στην οδό για τους Ιλλυριούς πάνω σε ζευγάρι βοδιών, ενώ επισημαίνει ότι άλλοι θεωρούν ότι η πόλη πήρε το όνομα της Αιγύπτιας Βουτούς και μέσω παραφθοράς την είπαν Βουθόη.

Στο Μέγα Ετυμολογικόν της Φλωρεντίας και το Etymologicum Genuinum (βυζαντινό έργο του 9ου αιώνα), αναφέρεται ως «Βούθοια» και ετυμολογείται είτε από το ότι ο Κάδμος εποίκισε στους Ιλλυρίους, είτε από το ζεύγος των βοδιών (όπως ανέφερε και ο Στέφανος ο Βυζάντιος).

Στο Μέγα Ετυμολογικόν, έργο του 11ου αιώνα, αναφέρεται ότι η Βουθόη χτίστηκε στην Ιλυρρική από τον Κάδμο, όταν αυτός έφυγε πάνω σε ζεύγος βοδιών από τις Θήβες, ενώ επισημαίνεται και ότι ονομάζεται Βουθοίη από τον Σοφοκλή σε έργο του.

Αρχαιότητα και μεσαίωνας
Σύμφωνα με την αστική δομή της Βουθόης θεωρείται ότι ήταν μια Πόλη-κράτος, με όλα τα χαρακτηριστικά της αρχαίας ελληνικής πολεοδομίας, που διέθετε κύριους μακρείς δρόμους που οδηγούσαν στην κεντρική πλατεία της πόλης, αλλά όχι εντός του κέντρου αυτής. Κατά το 2ο αιώνα π.Χ., η περιοχή της Βουθόης κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους. Τον 6ο αιώνα αποτελούσε μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενώ τους επόμενους δύο αιώνες θα φθάσουν στην περιοχή οι Σλάβοι και, σε μικρότερο βαθμό, οι Άβαροι, οι οποίοι αναμείχθηκαν με τους ντόπιους ελληνορωμαίους πολίτες. Το 841 η Βουθόη λεηλατήθηκε από τους Σαρακηνούς, οι οποίοι κατέστρεψαν όλη την γύρω περιοχή.

Στις αρχές του Μεσαίωνα ήταν μέρος της Διόκλειας, ενός υποτελούς κρατιδίου του Βυζαντίου. Αργότερα, βρέθηκε εντός του Πριγκιπάτου της Ζέτας και της Σερβίας.

Οι Βενετοί κατείχαν την πόλη για σχεδόν 400 χρόνια, από το 1420 μέχρι το 1797. Σε εκείνους τους αιώνες οχυρώθηκε με ισχυρό ενετικά τείχη για την αντιμετώπιση των τουρκικών επιθέσεων. Σύμφωνα με τον ιστορικό Λουίτζι Παουλούτσι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού μιλούσε την ενετικό διάλεκτο μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Ένας από τους πιο γνωστούς συγγραφείς και συνθέτες του θεάτρου, ο Κριστόφορο Ιβάνοβιτς, γεννήθηκε στην ενετική Μπούντβα.

Με την πτώση της Δημοκρατίας της Βενετίας το 1797, η Μπούντβα, πέρασε στην κυριαρχία της μοναρχίας των Αψβούργων. Κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, το 1806, στρατιωτικές δυνάμεις του Μαυροβουνίου, σε συμμαχία με τη Ρωσία, πήραν τον έλεγχο της πόλης, την οποία εγκατέλειψαν όμως στη Γαλλία το 1807. Η γαλλική κυριαρχία κράτησε μόλις μέχρι το 1813, όταν η Μπούντβα (μαζί με τις περιοχές του Ριζονικού Κόλπου), παραχωρήθηκε στην Αυστριακή Αυτοκρατορία, στην οποία παρέμεινε για τα επόμενα 100 χρόνια. Προηγουμένως, για ένα μικρό διάστημα, η πόλη είχε περάσει στον έλεγχο του Μαυροβουνίου (1813-14).

Σύγχρονη περίοδος Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο σερβικός στρατός εισήλθε στη Μπούντβα, αφού την είχαν εγκαταλείψει οι αυστριακές δυνάμεις. Έπειτα, αποτέλεσε μέρος του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων και αργότερα της Γιουγκοσλαβίας.

Το 1937, κατά τη διάρκεια εργασιών για την κατασκευή του ξενοδοχείου Αβάλα, ανακαλύφθηκε μία ρωμαϊκή και μία ελληνική νεκρόπολη, που χρονολογούνται από τον 4ο αιώνα π.Χ. ως τον 2ο αιώνα μ.Χ. Οι εντατικές ανασκαφές, που διεξήχθησαν από τη δεκαετία του 1950 ως τη δεκαετία του 1980, έφεραν στο φως πάνω από 450 ξεχωριστούς τάφους και αμέτρητα τεχνητά αντικείμενα. Τα περισσότερα από αυτά τα αντικείμενα, στα οποία περιλαμβάνονταν κεραμικά, όπλα, κοσμήματα και τεφροδόχοι, μεταφέρθηκαν σε διάφορα μουσεία στο Βελιγράδι, το Σπλιτ, την Κετίγνη και αλλού, και μερικά από αυτά εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Μπούντβα.

Το 1941, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κατελήφθη από τις ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις. Η απελευθέρωσή της από τις δυνάμεις του Άξονα συνέβη στις 22 Νοεμβρίου του 1944 και ακολούθησε η ενσωμάτωσή της στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Μαυροβουνίου.

Ένας καταστροφικός σεισμός χτύπησε τη Μπούντβα στις 15 Απριλίου 1979. Ένα μεγάλο μέρος της παλιάς πόλης καταστράφηκε, αν και μετέπειτα σχεδόν όλα τα κτίρια αποκαταστάθηκαν στην αρχική τους μορφή.

Το Μαυροβούνιο έγινε ανεξάρτητο κράτος το 2006, με τη Μπούντβα να αποτελεί κύριο τουριστικό προορισμό του.

Τουρισμός
Ο τουρισμός είναι η βασική κινητήρια δύναμη της οικονομίας της Μπούντβα. Η πόλη αποτελεί ένα σημαντικό τουριστικό προορισμό των ανατολικών ακτών της Αδριατικής, και μακράν ο πιο δημοφιλής προορισμός στο Μαυροβούνιο. Κατά τη διάρκεια του 2013, καταγράφηκαν 668.931 τουριστικές επισκέψεις και 4.468.913 διανυκτερεύσεις, αντιπροσωπεύοντας έτσι το 44,8% των τουριστικών επισκέψεων στο Μαυροβούνιο και το 47,5% των διανυκτερεύσεων. Παρά το γεγονός ότι η Μπούντβα είναι αξιοσημείωτη για τη μακρά ιστορία της και την καλά διατηρημένη παλιά πόλη της, δεν είναι το ίδιο γνωστή ως προορισμός για αξιοθέατα ή για πολιτιστικό τουρισμό. Σε αντίθεση με το Κότορ ή το Ντουμπρόβνικ, έχει μια εικόνα πολυσύχναστου παραλιακού θερέτρου, με ζωηρή και δραστήρια ατμόσφαιρα και πολύ έντονη νυχτερινή ζωή.

Η Μπούντβα έχει μερικές από τις ομορφότερες παραλίες της νότιας Αδριατικής και το πιο ευχάριστο κλίμα στο Μαυροβούνιο. Η παραλία Μόγκρεν είναι αναμφισβήτητα η πιο γνωστή και πιο ελκυστική από τις παραλίες της πόλης. Άλλες παραλίες της πόλης είναι η Ριτσάρντοβα Γκλάβα, η Πίζανα και η Πλάζα Σλοβένσκα.

Το νησί του Αγίου Νικολάου βρίσκεται απέναντι από την παλιά πόλη της Μπούντβα, σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από εκεί. Πρόκειται για ένα αναξιοποίητο νησί, που διαθέτει μερικές όμορφες παραλίες. Συνδέεται με τη στεριά με μικρά πλοιάρια και αποτελεί δημοφιλή τοποθεσία για τους τουρίστες που επισκέπτονται τη Μπούντβα.

 


<- πίσω