ΤΟ ΑΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟ

To Aργυρόκαστρο βρίσκεται σε μια κοιλάδα ανάμεσα στο Πλατοβούνι και τον ποταμό Δρίνο, σε υψόμετρο 300 μ. Στην πόλη δεσπόζει το Φρούριο του Αργυροκάστρου, όπου κάθε πέντε χρόνια διεξάγεται το Εθνικό Φολκλορικό Φεστιβάλ του Αργυρόκαστρου. Η πόλη είναι η γενέτειρα του πρώην Αλβανού κομμουνιστή ηγέτη Ενβέρ Χότζα και του σημαντικού συγγραφέα Ισμαήλ Κανταρέ. Φιλοξενεί το πανεπιστήμιο Εκρέμ Τσαμπέι.

Η πόλη εμφανίζεται καταγεγραμμένη στην ιστορία το 1336 με το ελληνικό της όνομα Αργυρόκαστρο ή Αργυρούπολη, ως τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Έγινε αργότερα κέντρο του τοπικού πριγκιπάτου, υπό τον Αλβανό άρχοντα Γκιον Ζενεμπίσι (1373–1417), πριν υποταχθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για τους πέντε επόμενους αιώνες. Αν και καταλήφθηκε από τον Ελληνικό Στρατό κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους λόγω του μεγάλου Ελληνικού πληθυσμού του, τελικά προσαρτήθηκε στο νεοϊδρυμένο κράτος της Αλβανίας το 1913. Αυτό αποδείχθηκε εξαιρετικά αντιδημοφιλές για τον τοπικό ελληνικό πληθυσμό, που εξεγέρθηκε και μετά από αρκετούς μήνες ανταρτοπολέμου ίδρυσε τη βραχύβια Αυτόνομη Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου με πρωτεύουσα το Αργυρόκαστρο το 1914. Αποδόθηκε τελικά στην Αλβανία το 1921. Τα τελευταία χρόνια η πόλη έζησε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, που οδήγησαν σε μείζονα πολιτική αστάθεια στην Αλβανία το 1997.

Εκτός από τους Αλβανούς, στην πόλη ζει σημαντική ελληνική μειονότητα. Το Αργυρόκαστρο, μαζί με τους Άγιους Σαράντα, θεωρείται ένα από τα κέντρα της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία και στην πόλη υπάρχει ελληνικό προξενείο.

 

Η πόλη εμφανίζεται καταγεγραμμένη στην ιστορία με το μεσαιωνικό Ελληνικό της όνομα Αργυρόκαστρον, όπως αναφέρεται από τον Ιωάννη ΣΤ´ Καντακουζηνό το 1336. Η θεωρία ότι η πόλη πήρε το όνομά της από την Πριγκίπισα Αργυρώ, μυθική μορφή για την οποία έγραψε ο λογοτέχνης Κώστας Κρυστάλλης κατά τον 19ο αιώνα, καθώς και αργότερα ο Ισμαήλ Κανταρέ τη δεκαετία του 1960, είναι ψευδοετυμολογία καθώς η πριγκίπισα λέγεται ότι έζησε αργότερα, το 15ο αιώνα.

Ο οριστικός Αλβανικός τύπος του ονόματος της πόλης, που είναι Gjirokastra ενώ στην Γκεγκική Αλβανική διάλεκτο είναι γνωστή ως Gjinokastër, και τα δύο προερχόμενα από το Ελληνικό όνομα. Άλλες μορφές που απαντώνται σε δυτικές πηγές είναι Girokaster και Girokastra. Στη Βλάχικη γλώσσα η πόλη είναι γνωστή ως Ljurocastru ενώ κατά την Οθωμανική εποχή η πόλη ήταν γνωστή στα Τουρκικά ως Εργκιρί.

Οι αρχαιολόγοι έχουν βρει στο Αργυρόκαστρο κεραμεικά αντικείμενα της πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, που πρωτοεμφανίσθηκαν στην ύστερη Εποχή του Ορείχαλκου στο Πάζοκ της Επαρχίας του Ελμπασάν και βρίσκονται σε όλη την Αλβανία. Οι αρχαιότεροι καταγεγραμμένοι κάτοικοι της περιοχής γύρω από το Αργυρόκαστρο ήταν η Ελληνική φυλή των Χαόνων

Τα τείχη της πόλης χρονολογούνται απο τον 3ο αιώνα μ.Χ. Τα ψηλά πέτρινα τείχη της Ακρόπολης χτίστηκαν μεταξύ του 6ου και του 12ου αιώνα. Την περίοδο αυτή το Αργυρόκαστρο αναπτύχθηκε σε σημαντικό εμπορικό κέντρο, γνωστό και ως Αργυρόπολις.

Η πόλη υπήρξε τμήμα του Βυζαντινού Δεσποτάτου της Ηπείρου και αναφέρθηκε για πρώτη φορά με το όνομα Αργυρόκαστρο από το Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ´ Καντακουζηνό το 1336. Μεταξύ 1386–1418 ήταν πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου του Αργυρόκαστρου υπό το Γκιόν Ζενεμπίσι. Το 1417 αποτέλεσε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το 1419 την πρωτεύουσα του Σαντζάκιου της Αλβανίας. Κατά την Αλβανική Εξέγερση του 1432-1436 πολιορκήθηκε από δυνάμεις υπό τον Ντεπέ Ζενεμπίσι, αλλά οι εξεγερθέντες νικήθηκαν από τα Οθωμανικά στρατεύματα υπό τον Τουραχάν Μπέη.

Σύμφωνα με τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή, που επισκέφτηκε την πόλη το 1670, εκεινη την εποχή υπήρχαν 200 σπίτια μέσα στο κάστρο, 200 στη Χριστιανική ανατολική συνοικία του Κιουτσούκ Βαρός (που σημαίνει μικρή συνοικία έξω από το κάστρο), 150 σπίτια στο Μπουγιούκ Βαρός (που σημαίνει μεγάλη συνοικία έξω από το κάστρο) και έξι ακόμη συνοικίες: Παλόρτο, Βούτος, Ντούναβατ, Μάναλατ, Χατζή Μπέη και Μεμή Μπέη, που απλώνονταν σε οκτώ λόφους γύρω από το κάστρο. Σύμφωνα με τον περιηγητή η πόλη είχε εκείνη την εποχή περίπου 2000 σπίτια, οκτώ τζαμιά, τρεις εκκλησίες, 280 καταστήματα, πέντε πηγές και πέντε πανδοχεία.

 

Το 1925 η Αλβανία έγινε η έδρα της Μουσουλμανικής σέκτας των Μπεκτασήδων δερβίσηδων. Η σέκτα είχε την έδρα της στα Τίρανα και το Αργυρόκαστρο ήταν μία από τις έξι περιφέρειές της στην Αλβανία, με κέντρο τον τεκέ του Ασίμ Μπαμπά. Η πόλη διατηρεί σημαντικό αριθμό Μπεκτασήδων και Σουνιτών Μουσουλμάνων. Στο παρελθόν υπήρχαν 15 τεκέδες και τζαμιά, από τα οποία το 1945 λειτουργούσαν 13. Εχει απομείνει μόνο ένα τζαμί. Τα υπόλοιπα 12 καταστράφηκαν ή έκλεισαν κατά την Πολιτιστική Επανάσταση της κομμουνιστικής κυβέρνησης το 1967.

Ο Οθωμανός περιηγητής του 17ου αιώνα Εβλιγιά Τσελεμπί, που επισκέφθηκε την πόλη το 1670, την περιέγραψε με λεπτομέρεια. Μια Κυριακή ακουσε ένα «βαϊτίμ», το παραδοσιακό Αλβανικό μοιρολόι για το νεκρό, από επαγγελματία θρηνωδό. Ο περιηγητής βρήκε την πόλη τόσο θορυβώδη, που τη βάφτισε «πόλη των θρήνων». Το μυθιστόρημα "Το χρονικό της πέτρινης πόλης" του Αλβανού συγγραφέα Ισμαήλ Κανταρέ αφηγείται την ιστορία της πόλης κατά την Ελληνική και Ιταλική κατοχή στον Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και επεκτείνεται στα έθιμα των κατοίκων του Αργυρόκαστρου. Σε ηλικία είκοσι τεσσάρων ετών η Αλβανή συγγραφέας Μουσίνε Κοκαλάρι (1917-1983) έγραψε μια 80σέλιδη συλλογή νεανικών διηγημάτων στη μητρική της διάλεκτο του Αργυρόκαστρου: Οπως μου λέει η γιαγιά μου (Αλβανικά: Siç me thotë nënua plakë), Τίρανα, 1941. Το βιβλίο αφηγείται τον καθημερινό αγώνα των γυναικών του Αργυρόκαστρου και περιγράφει τα επικρατούντα ήθη στην περιοχή.

Στο Αργυρόκαστρο, κοιτίδα τόσο Αλβανικών όσο και Ελληνικών πολυφωνικών τραγουδιών, διεξάγεται επίσης το Εθνικό Φολκλορικό Φεστιβάλ (Αλβανικά : Festivali Folklorik Kombëtar), κάθε πέντε χρόνια. Το φεστιβάλ ξεκίνησε το 1968 και γίνεται στο χώρο του Κάστρου του Αργυρόκαστρου. Στην πόλη εκδίδεται επίσης η Ελληνόφωνη εφημερίδα Λαϊκό Βήμα. Πρωτοεκδοθείσα το 1945 , ήταν το μόνο Ελληνόφωνο έντυπο μέσο που επιτρεπόταν στη Σοσιαλιστική Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας.

Το 1811 το Αργυρόκαστρο αποτέλεσε τμήμα του Πασαλικίου των Ιωαννίνων, του οποίου τότε ηγείτο ο γεννημένος στην Αλβανία Αλή πασάς και μετατράπηκε σε ημιαυτόνομο φέουδο στα νοτιοδυτικά Βαλκάνια μέχρι το θάνατό του το 1822. Μετά την κατάργηση του πασαλικίου το 1868, η πόλη ήταν πρωτεύουσα του σαντζακίου του Εργκιρί (το Τουρκικό όνομα του Αργυρόκαστρου). Στις 23 Ιουλίου 1880 επιτροπές από τη νότια Αλβανία της Λίγκας του Πρίζρεν οργάνωσαν στην πόλη ένα συνέδριο, στο οποίο αποφασίστηκε ότι αν οι κατοικούμενες από Αλβανούς περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προσαρτηθούν στις γειτονικές χώρες, αυτοί θα επαναστατούσαν. Κατά την Αλβανική Εθνική Αφύπνιση (1831–1912) η πόλη ήταν σημαντικό κέντρο του κινήματος και έχει ανασφερθεί ότι ορισμένες ομάδες στην πόλη έφεραν πορτρέτα του Σκεντέρμπεη, του εθνικού ήρωα των Αλβανών εκείνη την περίοδο.

 

Η τροπή αυτή των γεγονότων αποδείχθηκε εξαιρετικά αντιδημοφιλής για τον τοπικό ελληνικό πληθυσμό και οι αντιπρόσωποί τους, υπό το Γεώργιο Χρηστάκη - Ζωγράφο, διαμαρτυρόμενοι σχημάτισαν στο Αργυρόκαστρο την Πανηπειρωτική Συνέλευση. Η Συνέλευση, αντί ενσωμάτωσης στην Ελλάδα ζήτησε τουλάχιστον είτε τοπική αυτονομία είτε κατοχή από δυνάμεις των Μεγάλων Δυνάμεων για τους νομούς Αργυροκάστρου, Αγίων Σαράντα και Κορυτσάς. Το Μάρτιο του 1914 ανακηρύχθηκε στο Αργυρόκαστρο η Αυτόνομη Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου, που αναγνωρίσθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις με το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας. Η Δημοκρατία αυτή ήταν όμως βραχύβια, καθώς η Αλβανία διαλύθηκε με την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου. Ο Ελληνικός στρατός επέστρεψε τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 1914 και κατέλαβε πάλι το Αργυρόκαστρο, με τους Αγίους Σαράντα και την Κορυτσά. Τον Απρίλιο του 1916 η Βόρεια Ήπειρος, περιλαμβανομένου του Αργυρόκαστρου, προσαρτήθηκε στην Ελλάδα. Η Σύνοδος Ειρήνης του Παρισιού του 1919 επανέφερε το προπολεμικό καθεστώς, επικυρώνοντας ουσιαστικά τη συνοριακή γραμμή, που είχε αποφασιστεί με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας το 1913 και η πόλη πέρασε πάλι υπό Αλβανικό έλεγχο.

Τον Απρίλιο του 1939, η πόλη καταλήφθηκε από την Ιταλία, μετά την Ιταλική εισβολή στην Αλβανία. Στις 8 Δεκεμβρίου 1940, κατά την προέλαση του Ελληνικού Στρατού στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, το Αργυρόκαστρο περιήλθε για τρίτη φορά σε ελληνικό έλεγχο. Παρέμεινε για μια περίοδο πέντε μηνών, πριν συνθηκολογήσει με τους Γερμανούς τον Απρίλιο του 1941 και την επιστροφή της πόλης στην ιταλική διοίκηση. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το Σεπτέμβριο του 1943 η πόλη καταλήφθηκε από γερμανικές δυνάμεις και τελικά επέστρεψε στον αλβανικό έλεγχο το 1944.

Το μεταπολεμικό κομμουνιστικό καθεστώς ανέπτυξε την πόλη ως εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο. Αναβαθμίστηκε σε μουσειακή πόλη, καθώς ήταν η γενέτειρα του κομμουνιστή ηγέτη της Αλβανίας Ενβέρ Χότζα, που γεννήθηκε εκεί το 1908. Το σπίτι του μετατράπηκε σε μουσείο.

Η κατεδάφιση του μεγάλων διαστάσεων αγάλματος του δικτάτορα Ενβέρ Χότζα στο Αργυρόκαστρο, από παράγοντες του τοπικού ελληνικού στοιχείου σήμανε και συμβολικά το τέλος της σοσιαλιστικής λαϊκής δημοκρατίας. Το Αργυρόκαστρο υπέφερε από πολλά οικονομικά προβλήματα, μετά τον τερματισμό της κομμουνιστικής εξουσίας το 1991. Την άνοιξη του 1993 η πόλη έγινε κέντρο ανοιχτών συγκρούσεων μεταξύ της ελληνικής μειονότητας και της αλβανικής αστυνομίας. Η πόλη επλήγη ιδιαίτερα από την κατάρρευση το 1997 μιας τεράστιας «οικονομικής πυραμίδας», που αποσταθεροποίησε το σύνολο της αλβανικής οικονομίας. Η πόλη έγινε εστία μιας εξέγερσης κατά του Σαλί Μπερίσα. Εγιναν βίαιες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, που τελικά τον ανάγκασαν να παραιτηθεί. Στις 16 Δεκεμβρίου 1997 το σπίτι του Χότζα έπαθε ζημιές από επίθεση αγνώστων αλλά στη συνέχεια αποκαταστάθηκε.

 

Η πόλη είναι κτισμένη στην πλαγιά που περιβάλλει την ακρόπολη, σε ένα οροπέδιο. Αν και τα τείχη της πόλης χτίστηκαν τον τρίτο αιώνα και η ίδια η πόλη μνημονεύεται για πρώτη φορά το 12ο αιώνα, το μεγαλύτερο μέρος των υπαρχόντων κτιρίων χρονολογείται από το 17ο και το 18ο αιώνα. Ο χαρακτηριστικός τύπος κατοικίας είναι κατασκευή από ογκόλιθους, ψηλή μέχρι πέντε πατώματα. Υπάρχουν σκάλες εσωτερικές και εξωτερικές, που περιβάλλουν την κατοικία. Πιστεύεται ότι αυτός ο σχεδιασμός προέρχεται από οχυρωμένες αγροικίες, χαρακτηριστικές της νότιας Αλβανίας. Το χαμηλότερο πάτωμα του κτιρίου περιλαμβάνει δεξαμενή και στάβλο. Το επόμενο πάτωμα αποτελείται από ένα δωμάτιο υποδοχής και ένα δωμάτιο για την οικογένεια με τζάκι. Τα παραπάνω πατώματα είναι για πολυμελείς οικογένειες και συνδέονται με εσωτερικές σκάλες. Μετά την ένταξη του Αργυρόκαστρου στην UNESCO αρκετές κατοικίες έχουν αναστηλωθεί, όμως άλλες συνεχίζουν να ερειπώνονται.

Πολλά σπίτια στο Αργυρόκαστρο έχουν ένα ξεχωριστό τοπικό στυλ, που έχει χαρίσει στην πόλη το προσωνύμιο "Πόλη της Πέτρας", γιατί τα περισσότερα παλιά σπίτια έχουν στέγες καλυμμένες με πέτρινες λαξευτές πλάκες. Ενα σχεδόν ταυτόσημο στυλ βλέπουμε στην περιοχή του Πηλίου και στα Ζαγοροχώρια. Η πόλη, μαζί με το Μπεράτ, ήταν από τις λίγες αλβανικές πόλεις που διασώθηκαν τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 από εκσυγχρονιστικά προγράμματα ανοικοδόμησης. Και οι δύο πόλεις απέκτησαν το καθεστώς της "πόλης-μουσείου" και είναι Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.

To Kάστρο του Αργυρόκαστρου δεσπόζει πάνω από την πόλη και ελέγχει το σημαντικό στρατηγικά δρόμο κατά μήκος της κοιλάδας του ποταμού. Είναι ανοιχτό για τους επισκέπτες και περιλαμβάνει ένα στρατιωτικό μουσείο και διαθέτει κατειλημμένα πυροβόλα και ενθύμια της κομμουνιστικής αντίστασης κατά της γερμανικής κατοχής, καθώς και κατειλημμένο αεροσκάφος της Αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας, για να θυμίζει τον αγώνα του κομμουνιστικού καθεστώτος κατά των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Προσθήκες στο κάστρο έγιναν το 19ο και τον 20ό αιώνα από τον Αλή Πασά του Τεπελενίου και την Κυβέρνηση του Βασιλιά Ζόγου. Σήμερα έχει πέντε πύργους, ένα πύργο ρολογιού, μια εκκλησία, υδατοπηγές, σταύλους αλόγων και πολλά άλλα. Το βόρειο τμήμα του κάστρου μετατράπηκε σε φυλακή από την κυβέρνηση του Ζόγου, όπου ήταν έγκλειστοι πολιτικοί κρατούμενοι κατά το κομμουνιστικό καθεστώς.

Στο κάστρο στεγάζεται το Εθνικό Μουσείο Όπλων, το οποίο διαθέτει συλλογή από την περίοδο μεταξύ του 1912 και του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η πλειοψηφία επικεντρώνεται στο αντάρτικο κίνημα μεταξύ 1939 και 1944. Το μουσείο άνοιξε το 1971.

Το Αργυρόκαστρο διαθέτει μια παλιά οθωμανική (κλειστή) αγορά, που κατασκευάσθηκε αρχικά το 17ο αιώνα και ανακατασκευάσυηκε το 19ο, μετά από πυρκαγιά. Υπάρχουν σήμερα στο Αργυρόκαστρο πάνω από 200 κατοικίες, διατηρούμενες ως "πολιτιστικά μνημεία". Το τζαμί του Αργυρόκαστρου, χτισμένο το 1757, δεσπόζει στην αγορά.

Οταν η πόλη προτάθηκε για πρώτη φορά να περιληφθεί στον κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς το 1988, οι ειδικοί του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων βρέθηκαν σε αμηχανία λόγω αρκετών νεότερων κατασκευών που επηρέαζαν αρνητικά την εικόνα της παλιάς πόλης. Ο ιστορικός πυρήνας του Αργυρόκαστρου ενεγράφη τελικά το 2005, 15 χρόνια μετά την αρχική του υποψηφιότητα.

Το Εθνογραφικό Μουσείο του Αργυρόκαστρου ιδρύθηκε το 1966 και χρησιμοποιήθηκε ως Αντιφασιστικό Μουσείο μέχρι το 1991. Πρόκειται για ένα αντίγραφο ενός τυπικού σπιτιού του Αργυρόκαστρου που χτίστηκε το 1966 και βρίσκεται στη θέση του καμένου γενέθλιου σπιτιού του Ενβέρ Χότζα:

 


<- πίσω